Ένα ερώτημα απασχολεί τους Τούρκους σχολιαστές από τον Ιανουάριο: γιατί ο
Αμερικανός πρόεδρος Joe Biden δεν έχει μιλήσει στον Τούρκο ομόλογο του
Erdogan. Όλοι οι κρίσιμοι ηγέτες παγκοσμίως είχαν τηλεφωνική επικοινωνία με
τον νέο Αμερικανό πρόεδρο -συμπεριλαμβανομένου και του Ρώσου Vladimir putin-
αλλά όχι ο τούρκος πρόεδρος. Ο Erdogan πρέπει να περιμένει μέχρι τις 22
Απριλίου για να μιλήσει με τον biden, όταν πρόκειται να παρευρεθεί σε μια
σύνοδο κορυφής μεσω βιντεο για το κλίμα, που διοργανώνει ο Λευκός Οίκος. Ακόμη
και έτσι, μια πολυμερής συγκέντρωση δεν είναι το ίδιο με τηλεφωνικό τετ α τετ.
Η αδιαφορία του biden έρχεται σε αντίθεσ με τη σχέσ που απολάμβανε ο
προκάτοχος του Trump με τον ισχυρό άνδρα της Τουρκίας, και επίσης με τις
μεγάλες προσπάθειες που έχει καταβάλει η ευρωπαϊκή ηγεσία για να δεσμεύσει την
άγκυρα. Η πρόσφατη επίσκεψη στην Τουρκία του προέδρου του Ευρωπαϊκού
Συμβουλίου Charles Michel και της επικεφαλής της Κομισιόν Ursula von der
Leyen, είναι ακόμη φρέσκα στη μνήμη όλων.
Ένας λόγος για τον οποίο ο Biden θέλει να αγνοήσει τον Erdogan, είναι ασφαλώς
ιδεολογικός. Έχοντας αποκαλέσει τον πρόεδρο της Τουρκίας απολυταρχικό ηγέτη
στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, ο νέος Αμερικανός πρόεδρος
θέλει να υπάρξει μια σαφή διάκριση με την τάση της κυβέρνησης Trump να
συμμαχεί με ανελεύθερους ηγέτες ανά τον κόσμο. Ο Biden θα ήθελε να δει τις ΗΠΑ
να ανακτούν την ηθική τους. Ως εκ τούτου, αυξάνει την ένταση απέναντι σε
προσωπικότητες όπως ο Mohammed bin Salman της Σαουδικής Αραβίας (κάτι με το
οποίο παρεμπιπτόντως η Τουρκία δεν έχει κανένα πρόβλημα).
Αλλά αυτό δεν είναι όλη η ιστορία. Στην ουσία, οι ΗΠΑ δίνουν στην Τουρκία μια
γεύση του δικού τους φαρμάκου. Υπό τη διοίκηση Erdogan, η σχέση μεταξύ των δύο
συμμάχων του ΝΑΤΟ έχει υποβαθμιστεί σε μια συναλλαγή διευκόλυνσης. Η Τουρκία
κάλεσε σε δύο καρέκλες, κάνοντας γεωπολιτικές business με τη Ρωσία και
καλώντας τις ΗΠΑ κατά περίπτωση, όταν τυχαίνει να συγκλίνουν τα συμφέροντα. Με
τον Trump στην εξουσία, ο Erdogan κατόρθωσε να αποφύγει μεγάλες κυρώσεις για
την εξαγορά των ρωσικών S-400.
Τώρα η ομάδα του Biden αλλάζει τα πράγματα, εφαρμόζοντας τη δική της εκδοχή
της συναλλαγής. Η Αμερική θα επικοινωνήσει με την Τουρκία όταν παραστεί
ανάγκη. Από τη στιγμή που επί του παρόντος η αμερικανική εξωτερική πολιτική
δεν θέτει προτεραιότητα είτε τη Μέση Ανατολή είτε τη μαύρη Θάλασσα, οι
υπηρεσίες του Erdogan δεν χρειάζονται. Ας ασχοληθούν οι Ευρωπαίοι με την
Τουρκία, με την προς ανανέωση συμφωνία του 2016 για το προσφυγικό και τα
προβλήματα που δημιουργούνται στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι ΗΠΑ έχουν άλλα
πράγματα να ασχοληθούν.
Αντιμέτωπη με αυτή την αλλαγή, η Άγκυρα έχει παίξει το χαρτί της Ρωσίας. Η
Τουρκία, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση της, είναι το μόνο μέλος του ΝΑΤΟ που
έχει αποδειχθεί πρόθυμο και ικανό ένα ελέγξει τον επεκτατισμό του Κρεμλίνου.
Σε όλη τη διάρκεια του 2020, τα τουρκικά drones επέφεραν ισχυρές απώλειες στα
ρωσικά proxies στη Συρία και στη Λιβύη -το καθεστώς του Bashar al-Assad και
τον Εθνικό Στρατό της Λιβύης του Στρατηγού Khalifa Haftaar- καταστρέφοντας
μεγάλο αριθμό αντίστοιχων ρωσικών. Ήταν η ίδια ιστορία στο Ναγκόρνο-Καραμπαχ,
όπου η Τουρκία χρησιμοποίησε στις προσφάτως αποκτηθείσες ικανότητες να
εισέρχεται εκεί που η Μόσχα παρουσιάζει ως προνομιακή σφαίρα επιρροής της.
Η Άγκυρα γίνεται όλο και πιο τολμηρή παρουσιάζοντας τις στενές της σχέσεις με
το Κιέβο επίσης. Το ταξίδι του Ουκρανού προέδρου Zelensky στην Τουρκία τον
Οκτώβριο του 2020, οδήγησε σε μια κοινή έκκληση για “να σταματήσει η κατάληψη
της Αυτόνομης Δημοκρατίας της Κριμαία και της πόλης της Σεβαστούπολης, καθώς
και την αποκατάσταση του ελέγχου της Ουκρανίας σε συγκεκριμένα τμήματα των
περιοχών Ντόνετσκ και Λουκάνσκ”. Το Κιέβο επίσης υπέγραψε σύμβαση για την
εξαγορά έξι τουρκικών drones Bayraktar TB2, και οι συζητήσεις για κοινή
αμυντική παραγωγή είναι ακόμη σε εξέλιξη. Στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής με τον
Erdogan στην Κωνσταντινούπολη στις 10 Απριλίου, που πραγματοποιήθηκε αμέσως
μετά την κοινή συνεδρίαση των δύο κυβερνήσεων, ο Zelensky ανέφερε το θέμα της
συγκέντρωσης ρωσικού στρατού στα σύνορα. Βαν και ο Τούρκος πρόεδρος μίλησε
συμφιλιωτικά και κάλεσε σε αποκλιμάκωση, εξέφρασε επίσης στήριξη προς την
Ουκρανία. Την προηγούμενη ημέρα, είχε ανακοινωθεί ότι 20 αμερικανικά θωρηκτά
πλοία θα διέσχιζαν τη Μαύρη Θάλασσα μέσω του Βόσπορου.
Παλαιότερα, οι Τούρκοι φορείς χάραξης πολιτικής διαμαρτυρόταν ότι η απουσία
δέσμευσης από τις ΗΠΑ, άφηνε τη χώρα τους ευάλωτη στη Ρωσία, και ως εκ τούτου
δεν είχαν επιλογή από το να διευκολύνουν τον πανίσχυρο βόρειο γείτονα τους.
Τώρα η ρητορική έχει αλλάξει. Η Τουρκία κάνει τη βαριά δουλειά για λογαριασμό
της Δύσης, μιλώντας με τους Ρώσους, αλλά επίσης από μια θέση ισχύος.
Αν και αυτό το επιχείρημα έχει κάποιους υποστηρικτές στις Βρυξέλλες, δεν
απηχεί στα αλήθεια τις προθέσεις της κυβέρνησης Biden και η Ουάσιγκτον δεν
είναι προετοιμασμένη να κάνει χάρη στην Άγκυρα. Τον Φεβρουάριο, ο Τούρκος
υπουργός Άμυνας πρότεινε μια “λύση-πακέτο” για το θέμα των S-400 και της
αμερικανικής ευθυγράμμισης με την PYD στη Σύρια, τον στρατιωτικό βραχίονα ενός
πολιτικού κόμματος που θεωρείται στην Άγκυρα ως παρακλάδι του εκτός νόμου ΡΚΚ.
Έλαβε μια ευγενική απόρριψη. Οι ΗΠΑ εμμένουν στις θέσεις τους και απαιτούν η
Τουρκία να εγκαταλείψει τους ρωσικούς πυραύλους. Όπως το έθεσε ο υπουργός
Εξωτερικών των ΗΠΑ, Antony Blinken, στην ακρόασή του στη Γερουσία, “η ιδέα ότι
ένας στρατηγικός -αποκαλούμενος ως τέτοιος- εταίρος μας θα ευθυγραμμιζόταν με
έναν από τους μεγαλύτερους στρατηγικούς μας ανταγωνιστές στη Ρωσία, δεν είναι
αποδεκτή”. Η Ουάσιγκτον προβαίνει επίσης σε περαιτέρω κυρώσεις εναντίον της
Τουρκίας βάσει του νόμου Countering America’s Adversaries Through Sanctions,
εκτός από εκείνες που επιβλήθηκαν στο τέλος της θητείας του Trump για την
αγορά των S-400.
Χωρίς ένα reset με τις ΗΠΑ στον ορίζοντα, ο Erdogan δεν έχει επιλογή από το να
παραμείνει κοντά στη Ρωσία. Για αυτό το Κρεμλίνο δεν αντιδρά υπερβολικά στις
λοξοδρομήσεις της Τουρκίας προς τη Δύση ή στις εισβολές της στον
μετά-σοβιετικό χώρο. Παρά τις νίκες που πέτυχε η Άγκυρα έναντι της Μόσχας το
2020, παραμένει το πιο αδύναμο μέρος στον ανταγωνισμό που έχουν αναπτύξει οι
δύο τους κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας. Η Ρωσία διατηρεί τη
στρατηγική μόχλευση, ιδιαίτερα στη Σύρια, όπου εκατομμύρια πιθανοί πρόσφυγες
ζουν δίπλα στα σύνορα με την Τουρκία. Ο Erdogan είναι απίθανο να πάρει ρίσκο
αντίστοιχο με αυτό που πήρε στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, με κίνδυνο να ανταγωνιστεί
τη Μόσχα. Αυτό ήταν ένα από τα βασικά που εξήχθησαν από τη συνάντηση Κορυφής
με τον zelensky. Αντιθέτως, θα πιέσει με μια εξωτερική πολιτική εξισορρόπησης
πολλών παραγόντων, μεταξύ της Δύσης, της Ρωσίας και -όλο και περισσότερο- της
Κίνας (εξ ου και η ήπια απάντηση της Τουρκίας στη θλιβερή κατάσταση στην οποία
βρίσκονται οι ουιγούροι και άλλες τουρκικές ομάδες στην κινεζική περιοχή
Xinjiang). Αυτή είναι μια κατάσταση που βολεύει απόλυτα τη ρωσική ηγεσία.