Η Αγία Νεομάρτυς Ακυλίνα από το Ζαγκλιβέρι Θεσσαλονίκης
Μαρτύρησε στις 27 Σεπτεμβρίου 1764
Η παρθενομάρτυς του Χριστού Ακυλίνα ήταν από το Ζακλιβέρι και είχε γονείς ευσεβείς. Το Ζαγκλιβέρι, χωριό της επαρχίας Λαγκαδά του Νομού Θεσσαλονίκης, ήταν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας μικτό χωριό, κατοικούνταν δηλαδή από Τούρκους και Ρωμιούς.
Κάποια μέρα ο πατέρας της Αγίας μάλωσε με κάποιον Τούρκο και όπως πιάστηκαν στα χέρια και χτυπιόντουσαν σκότωσε τον Τούρκο. Τον συνέλαβαν τότε και τον πήγαν στον πασά της Θεσσαλονίκης. Εκεί λιγοψύχησε μπροστά στο θάνατο και για ν’ αποφύγει τη θανατική καταδίκη έγινε μουσουλμάνος.
Τότε η Ακυλίνα ήταν μωρό. Η μητέρα της παρέμενε Χριστιανή. Δίδασκε καθημερινά την κόρη της τη χριστιανική πίστη και τη συμβούλευε να μένει σταθερή στον Χριστό ακόμα κι αν χρειαζόταν να βασανιστεί και να θανατωθεί.
Όταν μεγάλωσε η Αγία οι Τούρκοι πίεζαν τον πατέρα της να εξισλαμίσει και την κόρη του. Εκείνος τους έλεγε : Όποτε θέλω την τουρκίζω.
Επειδή οι πιέσεις συνεχίζονταν , κάποια μέρα , όταν η Αγία ήταν δεκαοκτώ ετών, την κάλεσε ο πατέρας της και της είπε :
Παιδί μου, επειδή οι άλλοι Τούρκοι κάθε μέρα με ρωτούν πότε θα τουρκέψεις, αφού κάποια μέρα θα γίνει αυτό, κάμε το μια ημέρα αρχίτερα για να μη με ενοχλούν κι εμένα κάθε μέρα.
Η Αγία τότε του με πολλή γενναιότητα του απάντησε : Μήπως είμαι ολιγόπιστη σαν κι εσένα , ν’ αρνηθώ τον Ποιητή και Πλάστη μου , τον Κύριο Ιησού Χριστό , ο οποίος υπέμεινε για μας σταυρό και θάνατο ; Μη γένοιτο. Εγώ είμαι έτοιμη να υπομείνω κάθε βάσανο ακόμα και θάνατο για την αγάπη του Χριστού μου.
Όταν ο πατέρας της τα ανακοίνωσε αυτά στους Τούρκους αμέσως εκείνοι έστειλαν ανθρώπους να τη συλλάβουν και να την οδηγήσουν στο δικαστή.
Η μητέρα μόλις αντιλήφθηκε τους απεσταλμένους κάλεσε την Αγία και της λέει :
Παιδί μου, ήρθε η ώρα για την οποία σε νουθετούσα κάθε μέρα. Κάνε λοιπόν σαν παιδί της υπακοής, να υπομείνεις με ανδρεία τα βάσανα που έχεις να πάθεις και να μην αρνηθείς τον Χριστό.
Και η αγία με δάκρυα της απάντησε :
Μη φοβάσαι , μητέρα μου, κι εγώ αυτόν τον σκοπό έχω, ο Θεός να είναι βοηθός και συ να προσεύχεσαι .
Κι έτσι χωρίστηκαν.
Οι απεσταλμένοι έδεσαν την Αγία και την οδηγούσαν στο δικαστήριο ενώ η μητέρα της ακολουθούσε την αγαπημένη της θυγατέρα . Στο δικαστήριο όμως δεν επέτρεψαν την είσοδο στη μητέρα.
Έφεραν την Ακυλίνα μπροστά στον κριτή που της λέγει :
Μωρή γίνεσαι Τούρκα ;
Η Αγία αποκρίθηκε : Όχι, δεν γίνομαι. Μη γένοιτο ποτέ ν’ αρνηθώ την πίστη μου και τον δεσπότη μου Χριστό.
Τότε ο δικαστής διέταξε να της βγάλουν τα ρούχα και να την αφήσουν με το πουκάμισο – το γυναικείο πουκάμισο έφτανε μέχρι τα γόνατα – να τη δέσουν σ’ ένα στύλο και να τη δέρνουν με ραβδιά. Μετά τον πρώτο ξυλοδαρμό, αφού την έλυσαν , την οδήγησαν μπροστά στον δικαστή. Οι παριστάμενοι Τούρκοι μαζί με τον δικαστή άρχισαν να προσπαθούν με διάφορες κολακείες , υποσχέσεις και δώρα να την εξισλαμίσουν. Βλέποντας τη σταθερότητα της Αγίας ο δικαστής διέταξε να την ραβδίσουν για δεύτερη φορά, για πολλή ώρα, ώστε ξεσχίστηκε και το πουκάμισό της και έμεινε γυμνή. Την οδήγησαν για δεύτερη φορά στο δικαστήριο.
Δεν ντρέπεσαι μωρή να δέρνεσαι γυμνή μπροστά σε τόσους ανθρώπους ; της λέει ο δικαστής. Ή τούρκεψε ή θα σου σπάσω τα κόκαλα ένα – ένα.
Και τι ορέχτηκα από την πίστη σας , του απάντησε η Αγία, να αρνηθώ τον Χριστό μου ή από ποια θαύματα της πίστης σας να πιστέψω ; Εσείς βρωμάτε ακόμα και ζωντανοί.
Τότε ο δικαστής άναψε από τον θυμό και από την καταισχύνη και διέταξε να τη ραβδίσουν άσπλαχνα για τρίτη φορά. Την ράβδισαν τόσο πολύ που έμεινε σαν νεκρή. Η γη κοκκίνισε από το αίμα της και οι σάρκες έπεφταν από πάνω της. Την έλυσαν και τη φόρτωσαν σ’ ένα Χριστιανό που έτυχε να παρευρίσκεται , να την πάει σπίτι της. Εκεί η μητέρα της χύθηκε να την αγκαλιάσει ρωτώντας την : Τι έκανες , παιδί μου ;
Η Αγία μόλις και με πολύ κόπο άνοιξε τα μάτια της , βρισκόταν στα τελευταία της, και της απάντησε:
Όπως είχαμε συμφωνήσει, μητέρα μου, φύλαξα την πίστη.
Η μητέρα σήκωσε τα χέρια και τα μάτια της στον ουρανό και δόξασε τον Θεό και καθώς μιλούσαν η Αγία παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανο.
Το άγιο λείψανό της αμέσως ευωδίασε. Ήταν τόση πολλή η ευωδία ώστε ευωδίαζε όλος ο δρόμος που περνούσαν το άγιο λείψανο για να το ενταφιάσουν. Τη δε νύχτα κατέβηκε το ουράνιο φως πάνω στον τάφο της Αγίας και έλαμπαν όλα τριγύρω , ώστε οι Χριστιανοί να δοξάζουν τον Θεό και να στερεώνονται στην πίστη.