Να διαχειριστεί την ήττα μετά το ιστορικό «χαστούκι» από τον Τζο Μπάιντεν, ο οποίος αναγνώρισε την Γενοκτονία των Αρμενίων προσπαθεί ο τούρκος πρόεδρος, Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Ο τούρκος πρόεδρος σε μια αντίδραση ηπιότερη του αναμενόμενου, δεδομένου του εκρηκτικού χαρακτήρα του και της σημασίας για την Τουρκία του ζητήματος, κατηγόρησε «τρίτους» ότι παρεμβαίνουν στις υποθέσεις της Τουρκίας.
«Κανείς δεν θα έπρεπε να εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι οι συζητήσεις -οι οποίες θα έπρεπε να διεξάγονται από ιστορικούς- πολιτικοποιούνται από τρίτους και γίνονται ένα μέσο παρέμβασης στη χώρα μας» δήλωσε χαρακτηριστικά ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε μήνυμα που απηύθυνε προς τον Αρμένιο Πατριάρχη στην Κωνσταντινούπολη.
«Δεν θα δεχτούμε μαθήματα ιστορίας από κανέναν»
Σε πιο σκληρό ύφος ήταν η αντίδραση του τούρκου υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος λίγα λεπτά μετά την ανακοίνωση του Λευκού Οίκου, στην οποία οι ΗΠΑ αναγνώριζαν τη Γενοκτονία των Αρμενίων, έσπευσε να μιλήσει για «λαϊκισμό».
Η Τουρκία «δεν χρειάζεται μαθήματα από κανέναν για την ιστορία της» δήλωσε ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου.
«Οι λέξεις δεν μπορούν να αλλάξουν ή να ξαναγράψουν τη ιστορία», έγραψε στο Twitter. «Δεν θα δεχτούμε μαθήματα από κανέναν για την ιστορία μας» πρόσθεσε.
Είχε προσπαθήσει να «μπλοκάρει» την αναγνώριση
Η χρήση του όρου αποτελεί ηθικό χαστούκι στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ένθερμο αρνητή της γενοκτονίας, ο οποίος κατά το παρελθόν έχει καταβάλει μεγάλο αγώνα προκειμένου να μην αναγνωριστούν από τις ΗΠΑ οι φρικαλεότητες του 1915.
Προς επίτευξη αυτού του σκοπού, σύμφωνα με δημοσίευμα του Foreign Policy, κατά την τελευταία δεκαετία, η Τουρκία είχε επενδύσει σε εταιρείες -κυρίως δημοσίων σχέσεων- στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σύμφωνα με στοιχεία του 2020, σε αυτές περιλαμβάνονταν οι Amsterdam & Partners, Ballard Partners, Greenberg Traurig, LB International Solutions και Mercury Public Affairs.
Ταυτόχρονα, είχαν γίνει σημαντικές δωρεές σε φιλο-τουρκικές μη κερδοσκοπικές οργανώσεις. Οι ισχυρισμοί ότι το Ατλαντικό Συμβούλιο, το οποίο έχει δεχτεί χρήματα από την τουρκική κυβέρνηση, «προωθούσε» την Άγκυρα είχε προκαλέσει τριγμούς στην Ουάσιγκτον. Πάντως, το Ατλαντικό Συμβούλιο απάντησε στις επικρίσεις επισημαίνοντας ότι διαφοροποιεί τα κεφάλαια που λαμβάνονται από ξένες χώρες και ότι καμία κυβερνητική πίεση δεν θέτει σε κίνδυνο την αντικειμενικότητά του.
Όπως ανέφερε το δημοσίευμα, η κυβέρνηση του Ερντογάν ασκούσε επιρροή στην Ουάσιγκτον μέσω του δικτύου της προς πολλές κατευθύνσεις, εμποδίζοντας την αναγνώριση της Γενοκτονίας των Αρμενίων από τις ΗΠΑ.
Ανώτεροι αξιωματούχοι άμυνας των ΗΠΑ, επικαλούμενοι την αμερικανική-τουρκική αμυντική συνεργασία, είχαν διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην παρεμπόδιση αναγνώρισης της Γενοκτονίας. Όμως, οι δεσμοί άρχισαν να διαρρηγνύονται όλο και περισσότερο λόγω παραδόσεων οπλικών συστημάτων από την Τουρκία σε περιοχές που ελέγχονται από ισλαμιστές στη Συρία, φυλάκισης δημοσιογράφων, αγοράς πυραύλων S-400 από τη Ρωσία, καθώς και του αυξανόμενου αυταρχισμού του Ερντογάν.
Αυτοί οι δεσμοί μάλιστα αναμένεται να σπάσουν ακόμη περισσότερο σε λίγες ώρες, με τις αμερικανο-τουρκικές σχέσεις να μπαίνουν για τα καλά στον πάγο.
Προσωπική ήττα Ερντογάν
Οι κλυδωνισμοί μιας τέτοιας κίνησης είναι ασφαλώς μεγαλύτεροι από τις ποινές που μέχρι τώρα έχουν υιοθετηθεί με αφορμή την υπόθεση του πάστορα Μπράνσον, την προμήθεια των S-400 ή τις εκκρεμείς περιπέτειες της Halkbank στο αμερικανικό δικαστικό σύστημα.
Γεγονός, δε, αποτελεί πως θα πρόκειται για βαριά προσωπική ήττα του Ταγίπ Ερντογάν, όσο και αν του δώσει την ευκαιρία να πλειοδοτήσει σε κηρύγματα «αγέρωχης στάσης απέναντι στην εθνική περικύκλωση».
ΠΗΓΗ: In.gr