Οπόλεμος της Ρωσίας εναντίον της Ουκρανίας και η στρατηγική αντιπαράθεση πλέον της Δύσης με τη Ρωσία δημιουργεί νέα δεδομένα σε παγκόσμιο και περιφερειακό επίπεδο και βάζουν το δικό τους «στίγμα» και στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις.
Όλα πλέον, οι συμμαχίες, οι εταιρικές σχέσεις, οι συνεργασίες, περνάνε από το φίλτρο της αντανάκλασης που έχουν στην αντιπαράθεση με τη Ρωσία και αυτή είναι η θετική συγκυρία που αναδεικνύει τον στρατηγικό χαρακτήρα των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, καθώς η επιστροφή των Αμερικανών στην περιοχή προϋποθέτει στην ύπαρξη σταθερών και αξιόπιστων συμμάχων.
Η επίσκεψη Μπλίνκεν στην Αθήνα επιβεβαίωσε το υψηλό επίπεδο στο οποίο κινούνται οι διμερείς σχέσεις ενώ αποτύπωσε και την εμβάθυνση της συνεργασίας των δυο χωρών σε μια σειρά από τομείς.
Για την Ελλάδα βεβαίως η μεγάλη πρόκληση παραμένει το πώς θα μπορέσει και να αντλήσει πόρους και επενδύσεις από τις ΗΠΑ, πώς θα μπορέσει να αλληλοσυνδέσει τη δική της ασφάλεια με τα στρατηγικά συμφέροντα των Αμερικανών και κυρίως πώς αυτή η σχέση θα μπορέσει να αποτελέσει ανάχωμα στις απειλές ασφάλειας που αντιμετωπίζει, με πρώτο τον τουρκικό αναθεωρητισμό.
Τόσο με τις δηλώσεις του ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών αλλά και με το κείμενο του Κοινού Ανακοινωθέντος του 4ου Στρατηγικού Διαλόγου δίνεται το μήνυμα της όλο και πιο στενής συνεργασίας των δυο χωρών στους τομείς της ασφάλειας, της ενέργειας, των Ανανεώσιμων Πηγών αλλά και στους τομείς του πολιτισμού, της εκπαίδευσης των νέων τεχνολογιών.
Οι ύμνοι που αναπέμπουν οι Αμερικανοί για τον στρατηγικό ρόλο του Λιμανιού της Αλεξανδρούπολης τόσο ως ζωτικού κόμβου εφοδιασμού της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ αλλά και ως ενεργειακού κόμβου που θα συμβάλει στη διαφοροποίηση πηγών ενέργειας για τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, αλλά και οι αναφορές για αύξηση του αμερικανικού στρατιωτικού αποτυπώματος στην Ελλάδα, δεν είναι κάτι που θα ικανοποιήσει την Άγκυρα. Είναι η τουρκική ηγεσία που με οργή μέχρι πριν λίγες εβδομάδες κατήγγειλε του Αμερικανούς ότι με τη δημιουργία βάσεων στην Ελλάδα και ειδικά με τη στρατηγική αξιοποίηση της Αλεξανδρούπολης συνιστούν «απειλή» για την Τουρκία. Όμως αυτό αποτελεί πλέον σταθερή επιλογή των Αμερικανών.
Τη στιγμή που το αίτημα της Τουρκίας για αγορά και αναβάθμιση των F-16 παραμένει παγωμένο το γεγονός ότι η Ουάσιγκτον επαναβεβαιώνει και στην επίσκεψη Μπλίνκεν ότι έχει δοθεί το πράσινο φως για την απόκτηση από την Ελλάδα των F-35 δημιουργεί ένα ακόμη «εφιάλτη» για την Άγκυρα καθώς ενισχύει τα σενάρια συνωμοσιολογίας που καλλιεργεί το τουρκικό καθεστώς περί «αμερικανικής περικύκλωσης» και ανατροπής της ισορροπίας στο Αιγαίο εις βάρος της Τουρκίας.
Ο κ. Μπλίνκεν απέφυγε, όπως ήταν αναμενόμενο, να τοποθετηθεί ευθέως απέναντι στην απειλή που συνιστά ο τουρκικός αναθεωρητισμός για την Ελλάδα και την περιφερειακή ασφάλεια, όπως επίσης απέφυγε να κάνει τον οποιοδήποτε υπαινιγμό σε διάθεση διαμεσολάβησης ή διευκόλυνσης των ΗΠΑ για την επίλυση των ελληνοτουρκικών.
Όμως οι αναφορές του για την ανάγκη ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, της αποφυγής απειλών, εντάσεων και μονομερών ενεργειών η εγκατάλειψη της επιθετικής ρητορικής είχαν σαφή αποδέκτη. Όπως και η αναφορά στο Κοινό Ανακοινωθέν: «Η Ελλάδα και οι Ηνωμένες Πολιτείες συζήτησαν επίσης τις εξελίξεις στην Ανατολική Μεσόγειο, τονίζοντας τη σημασία του σεβασμού της κυριαρχίας, των κυριαρχικών δικαιωμάτων και του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του δικαίου της θάλασσας, και της ειρηνικής επίλυσης των θαλάσσιων διαφορών και άλλων διαφωνιών μέσω της διπλωματικής οδού».
Και η Ουάσιγκτον πάντως νοιώθει την αβεβαιότητα που υπάρχει στην Τουρκία καθώς στους τυχοδιωκτισμούς του κ. Ερντογάν έχει προστεθεί τώρα η δραματική κατάσταση που προκάλεσαν οι σεισμοί, καθιστώντας δύσκολες τις προβλέψεις τόσο για τις πολιτικές όσο και για τις κοινωνικοοικονομικές συνέπειες που θα υπάρξουν και πως αυτές θα επηρεάσουν τις πολιτικές εξελίξεις.
Σε αυτό το περιβάλλον ακόμη κι αν υπήρχε προθυμία διαμεσολάβησης ή άσκησης πιέσεων για επίλυση των ελληνοτουρκικών, είναι σαφές ότι δεν μπορεί να έχει τύχη μια τέτοια πρωτοβουλία.
Έχει ενδιαφέρον πάντως η ανάγνωση του Κοινού Ανακοινωθέντος σε ό,τι αφορά στα ενεργειακά όπου εξυμνείται η σημασία της συνεργασίας για την ενεργειακή ασφάλεια και διαφοροποίηση, με τις ΗΠΑ να εκφράζουν την ικανοποίησή τους για την «πρόοδο της Ελλάδας σε έργα που θα ενισχύσουν την περιφερειακή ενεργειακή ασφάλεια, όπως η έναρξη λειτουργίας του διασυνδετήριου αγωγού Ελλάδας-Βουλγαρίας, ο τρέχων σχεδιασμός για τον διασυνδετήριο αγωγό Βόρειας Μακεδονίας-Ελλάδας και οι προσπάθειες της Ελλάδας να διασφαλίσει ότι η Μονάδα Επαναεριοποίησης Πλωτής Αποθήκευσης στην Αλεξανδρούπολη θα τεθεί σε λειτουργία μέχρι το τέλος του έτους».
Εντύπωση προκαλεί πάντως ότι αποδίδεται μόνο στην Ελλάδα (στη διάρκεια του Στρατηγικού Διαλόγου) η επισήμανση της σημασίας των «ανακαλύψεων φυσικού αερίου από το Ισραήλ, την Κύπρο και την Αίγυπτο ως δυνητικά πολύτιμες πηγές για τη διαφοροποίηση του ενεργειακού μείγματος της περιοχής και ανέδειξε τη σημασία των δικών της προγραμμάτων εξερεύνησης φυσικού αερίου στα ανοικτά των ακτών της Κρήτης για την πλήρη αξιοποίηση του δυναμικού της Ανατολικής Μεσογείου» ενώ αντιθέτως εκφράζεται η κοινή αντίληψη Ελλάδας-ΗΠΑ για τη σημασία των έργων που «θα μπορούσαν να γεφυρώσουν την Ευρώπη με την Αφρική και την Ασία, όπως διάφορες προτεινόμενες ηλεκτρικές διασυνδέσεις».
Επίσης η αναφορά ότι η Ελλάδα(και όχι οι ΗΠΑ) επανέλαβε τη στήριξη της σε «σε πιο παραδοσιακά έργα ενεργειακής υποδομής στην Ανατολική Μεσόγειο» κάτι που παραπέμπει στον EAST MED δείχνει ότι δεν έχει αλλάξει η στάση της Ουάσιγκτον που πριν ένα χρόνο απέσυρε τη στήριξη της στο σχέδιο αυτό. Πέραν των οικονομικών παραμέτρων πιθανότατα αυτή η αρνητική στάση των Αμερικανών προς τον East Med ίσως οφείλεται και στην αντίληψη που υπάρχει στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ότι το κίνητρο για την αλλαγή στάσης της Άγκυρας θα είναι η δυνατότητα εμπλοκής της στο ενεργειακό παιγνίδι της Ανατολικής Μεσογείου όπου σε ό,τι αφορά τη μεταφορά του φυσικού αερίου προς την Ευρώπη θα ακυρώνονταν με τη λειτουργία του East Med.
Και είναι ο ίδιος ο κ. Μπλίνκεν ο οποίος στις δηλώσεις του στην Άγκυρα τόνισε ακριβώς ότι η Τουρκία θα έχει συμφέρον από την επίλυση των διαφορών οριοθετήσεων θαλασσίων ζωνών καθώς «θα βρεθεί στο επίκεντρο της ροής ενέργειας κατά μήκος της Μεσογείου και του Αιγαίου και από τη Βόρεια Αφρική προς την Ευρώπη, όπου τα οικονομικά οφέλη θα είναι τεράστια».
Οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι προφανές ότι μπαίνουν στη «συντήρηση» τους επόμενους μήνες έως ότου ξεκαθαρίσει το πολιτικό σκηνικό και στις δυο χώρες και τότε δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι οι Αμερικανοί δεν θα εμφανισθούν πολύ πιο απαιτητικοί και πιεστικοί για να υπάρξει ρύθμιση των «διαφορών». Μέχρι τότε η Αθήνα μπορεί και οφείλει να οργανώσει στις άμυνές της.
liberal.gr