Ο λόγος της επίσκεψης συνοµιλίες µε τον Βλάντιµιρ Πούτιν για τις συνέπειες του αποκλεισµού από τη Ρωσία του λιµανιού της Οδησσού στη Μαύρη Θάλασσα, που εµποδίζει 20 εκατ. τόνους σιταριού να φύγουν από την Ουκρανία. Αυτό στην επίσηµη ανακοίνωση και για λόγους τάξης, αφού κάτω από το τραπέζι, πιθανώς θα συµφωνήσει για διεύρυνση των εµπορικών σχέσεων µεταξύ των δύο χωρών, µε σηµείο επαφής την πλούσια σοδειά που αναµένει η Ρωσία για την επερχόµενη περίοδο. Όλα δείχνουν ότι η ∆ύση νιώθει µάλλον άβολα µε την εξέλιξη αυτή. ∆εν µπορεί να θεωρηθεί σύµπτωση, ούτε να εξηγηθούν διαφορετικά οι διαρροές από το Στέιτ Ντιπάρτµεντ που αναφέρουν «την αποχώρηση ρωσικών πλοίων φορτωµένων µε κλεµµένα από ουκρανικές αποθήκες σιτηρά». Μάλιστα η Ουάσιγκτον εφιστά την προσοχή σε 14 χώρες, ιδίως στην Αφρική, να µην γίνουν αποδέκτες των σιτηρών αυτών.
Εν µέσω κλιµακούµενων ανησυχιών για µια σκληρή επισιτιστική κρίση, χώρες στις πιο φτωχές γωνιές του πλανήτη βρίσκονται τώρα αντιµέτωπες µε ένα δύσκολο δίληµµα, όπως µεταφέρουν πηγές από την Ουάσιγκτον στον διεθνή Τύπο, αφού καλούνται να διαλέξουν ανάµεσα στο να γίνουν «συµµέτοχοι σε ένα πιθανό έγκληµα πολέµου» ή να αδράξουν την ευκαιρία εξασφάλισης ποσοτήτων σιτηρών σε χαµηλές τιµές, σε µια περίοδο που η αγορά βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά.
Η είδηση προκύπτει από αναφορές που έγιναν στην Ουάσιγκτον από στελέχη της ουκρανικής κυβέρνησης που κατηγορούν τη Ρωσία για την κλοπή 500.000 τόνων µαλακού σίτου, συνολικής αξίας 100 εκατ. δολαρίων. Ο µεγαλύτερος όγκος λέγεται ότι είχε αποθηκευτεί σε λιµάνια που πέρασαν υπό τον έλεγχο της Ρωσίας στην Κριµαία, στη συνέχεια µεταφέρθηκαν σε καράβια, ορισµένα εκ των οποίων βρίσκονται υπο διωγµό, στις λίστες που έχουν εκπονήσει οι δυτικές κυβερνήσεις.
Ωστόσο, ήδη αρκετά αφρικανικά κράτη εκφράζουν την δυσαρέσκειά τους για την υφιστάµενη κατάσταση που έχουν προκαλέσει οι δυτικές κυρώσεις προς την Ρωσία, αφού ο οικονοµικός αντίκτυπος στην παγκόσµια οικονοµία, πλήττει σηµαντικά τα οικονοµικά τους. Η Ουάσιγκτον ανησυχεί τώρα για µια µετατόπιση των χωρών αυτών προς την σφαίρα επιρροής της Ρωσίας, η οποία άλλωστε είναι ένας σηµαντικός προµηθευτής όπλων των χωρών αυτών, ενώ υπάρχουν καλές διπλωµατικές σχέσεις µε τη Μόσχα που χρονολογούνται από τη σοβιετική περίοδο.
Την ίδια στιγµή, έκθεση της Standard & Poor’s προβλέπει ότι η επισιτιστική κρίση θα διαρκέσει τουλάχιστον έως το 2024. Προειδοποιεί δε, ότι θα µπορούσε να επηρεάσει την κοινωνική σταθερότητα, την οικονοµική ανάπτυξη και τις αξιολογήσεις των κρατών. Στη Γκάνα, ο πληθωρισµός πλησιάζει το 25%, κατατρώγοντας την αγοραστική δύναµη. Στη Νιγηρία, η κεντρική τράπεζα εξέπληξε τις αγορές αυξάνοντας προ ηµερών τα επιτόκια κατά 150 µονάδες βάσης, ενώ και η Κένυα αύξησε τα επιτόκια για πρώτη φορά εδώ και σχεδόν επτά χρόνια, επικαλούµενη τις διαταράξεις της εφοδιαστικής αλυσίδας και την αύξηση των τιµών των εµπορευµάτων.
«∆εν χρειάζεται να είναι κανείς ιδιαίτερα παρανοϊκός ηγέτης για να αντιληφθεί πως έρχονται φασαρίες» γράφει ο Ντέιβιντ Πίλινγκ των Financial Times. Πολλοί θυµούνται τις ρίζες της αραβικής άνοιξης, η οποία ξεκίνησε, συµβολικά τουλάχιστον, το 2010 µε την αυτοπυρπόληση ενός Τυνήσιου πωλητή λαχανικών. Η αύξηση των τιµών των τροφίµων το 2007 και το 2008 πυροδότησε ταραχές σε όλο τον κόσµο.
Σοβαρό πλήγµα σε κτηνοτρόφους και δενδροκαλλιεργητές βλέπει η Κοµισιόν
Σαφείς κατευθύνσεις δίνει η Κοµισιόν για τον τρόπο αξιοποίησης των κονδυλίων που φέρνει στην Ελλάδα η αποδέσµευση πόρων του β’ πυλώνα για έκτακτη ενίσχυση αγροτών. Με ορίζοντα το συµβούλιο των υπουργών Γεωργίας της ΕΕ που συνεδριάζει την προσεχή ∆ευτέρα 13 Ιουνίου, η Κοµισιόν έχει ετοιµάσει µια ενηµέρωση για την κατάσταση των αγορών αγροτικών εµπορευµάτων της Ευρώπης, όπου «διαπιστώνει» πως οι κλάδοι της πρωτογενούς παραγωγής που κινούνται αυτήν τη στιγµή σε οριακά επίπεδα κερδοφορίας ή ακόµα παρουσιάζουν σοβαρές ζηµιές, είναι η κτηνοτροφία και ο τοµέας των φρουτολαχανικών. «Οι τιµές διαµορφώνουν νέα υψηλά, αλλά και πάλι δεν αντισταθµίζουν το µεγάλο κόστος ζωοτροφών και ενέργειας» αναφέρεται χαρακτηριστικά για τον κλάδο της κτηνοτροφίας στο εν λόγω έγγραφο. «Οµοίως, ο τοµέας των οπωροκηπευτικών συνεχίζει να πλήττεται από το αυξανόµενο κόστος των εισροών», σηµειώνεται επίσης.