Η τουρκική οικονομία που ήταν σε κρίση το 2020 αναπτύχθηκε με 1,8% ενώ η ελληνική συρρικνώθηκε κατά 10%. Τι θα γίνει αν η γείτονα δεν είναι σε κρίση και ποιες θα είναι οι συνέπειες για τα εθνικά θέματα.
Ο πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν δεν θα μπορούσε να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιό του για τη Μεγάλη Τουρκία, αν η τουρκική οικονομία δεν αναπτυσσόταν με υψηλούς ρυθμούς από τις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα που ανέλαβε τη διακυβέρνησή της.
Επί των ημερών του, η Τουρκία έγινε μέλος του G20, του κλαμπ των 20 μεγαλύτερων οικονομιών του κόσμου.
Ακόμη και το 2020, μια χρονιά που όλα τα διεθνή ΜΜΕ μιλούσαν για κρίση στην τουρκική οικονομία καθώς η χώρα είδε τη λίρα να χάνει το 20% και πλέον της αξίας της σε σχέση με ένα χρόνο πριν, τα συναλλαγματικά αποθέματα να βυθίζονται, τον πληθωρισμό να πηγαίνει στα ύψη και τον τουρισμό να μειώνεται δραματικά, ο ρυθμός ανάπτυξης ανήλθε σε 1,8%.
Για την ακρίβεια, η Τουρκία και η Κίνα ήταν οι δύο μοναδικές από τις 20 μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου που αναπτύχθηκαν το 2020 παρά την πανδημία και την έξοδο των ξένων επενδυτών από την Τουρκία.
Την ίδια χρονιά, η ελληνική οικονομία εκτιμάται ότι συρρικνώθηκε κατά 10%, με αποτέλεσμα να ανοίξει ακόμη περισσότερο εις βάρος μας η ψαλίδα του ΑΕΠ μεταξύ των δύο χωρών.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Ερντογάν έχει σοβαρά εσωτερικά και εξωτερικά θέματα να αντιμετωπίσει, που μπορεί να δυσκολέψουν περισσότερο μετά την εκλογή του Αμερικανού προέδρου Τζο Μπάιντεν.
Οσο όμως η τουρκική οικονομία αναπτύσσεται τόσο πιο ευχερής γίνεται η χρηματοδότηση του φιλόδοξου σχεδίου του Τούρκου προέδρου να καταστήσει την Τουρκία περιφερειακή υπερδύναμη, παίζοντας το ισλαμικό χαρτί.
Είναι ένα σενάριο το οποίο ενστερνίζονται πλέον γνωστοί γεωπολιτικοί αναλυτές σε λίγες δεκαετίες από σήμερα, όπως ο Τζορτζ Φρίντμαν και το Stratfor, και το οποίο θα έπρεπε να προβληματίσει και να κινητοποιήσει την Αθήνα.
Μάλιστα, ο Φρίντμαν έχει χαρακτηρίσει τη ναυπήγηση των νέων υποβρυχίων και το τουρκο-λιβυκό σύμφωνο ως το πρώτο δείγμα των σκοπών της Αγκυρας.
Αν το σενάριο επιβεβαιωθεί, δεν χρειάζεται να έχει κανείς διδακτορικό για να προβλέψει πως η Τουρκία θα γίνει πιο επιθετική και απαιτητική απέναντι στην Ελλάδα, εκτός των άλλων.
Πίσω απ’ όλα αυτά βρίσκεται η μεγέθυνση της τουρκικής οικονομίας και η δυνητική αύξηση της αγοραστικής δύναμης ενός συνεχώς αυξανόμενου πληθυσμού. Αυτή την πραγματικότητα και τις ευκαιρίες που παρουσιάζει για εμπορικές συναλλαγές και επενδύσεις δεν μπορούν να αγνοήσουν οι άλλες χώρες.
Από τις δυτικοευρωπαϊκές έως τις αφρικανικές και άλλες. Κι επειδή τα οικονομικά συμφέροντα παίζουν σημαντικό ρόλο στις διεθνείς σχέσεις, είναι πιθανόν η διαπραγματευτική θέση της Τουρκίας έναντι τρίτων χωρών να ισχυροποιηθεί, αν εμείς δεν κάνουμε τα αυτονόητα.
Κοινώς, η Ελλάδα θα πρέπει να επιτύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης με αιχμή τις επενδύσεις και τις εξαγωγές που θα της επιτρέψουν να ενισχύει διαρκώς την αποτρεπτική της δύναμη, με ταυτόχρονη ανάπτυξη της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Για τη συνέχεια Euro2Day