H ελληνική κυβέρνηση διαπιστώνει ότι δεν έχει διευθετηθεί κανένα από τα κρίσιμα θέματα, τα πάντα είναι ανοικτά και επομένως το καλώδιο βρίσκεται επί ξυρού ακμής, όπως έχει ήδη μεταφερθεί στη Λευκωσία.
Διαβάζοντας το κείμενο που ενέκρινε χθες το υπουργικό στην Κύπρο, η ελληνική κυβέρνηση διαπιστώνει ότι δεν έχει διευθετηθεί κανένα από τα κρίσιμα θέματα, τα πάντα είναι ανοικτά και επομένως το καλώδιο βρίσκεται επί ξυρού ακμής, όπως έχει ήδη μεταφερθεί στη Λευκωσία.
Κατ’ αρχάς, η διαφαινόμενη τακτοποίηση της εκκρεμότητας γύρω από την ανάκτηση του κόστους από τον ΑΔΜΗΕ κατά τη φάση της κατασκευής, με 25 εκατ. ευρώ ανά έτος και συνολικά 125 εκατ. ευρώ, όπως ανέφερε χθες ο Κύπριος υπ. Ενέργειας Γ. Παπαναστασίου, τελεί εν αμφιβόλω. Σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, το τελικό κείμενο εμπεριέχει τη φράση ότι τα ποσά «μπορεί» να φτάνουν μέχρι και το ύψος των 125 εκατ.
Η λέξη «μπορεί» σημαίνει ότι το κόστος ανάκτησης βρίσκεται στη διακριτική ευχέρεια της κυπριακής πλευράς και εναπόκειται στην ίδια αν θα είναι 50, 60, 100 ή παραπάνω εκατομμύρια, χωρίς να έχει αναληφθεί η σχετική ρητή δέσμευση.
Δεύτερον, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν πρόκειται να εισέλθει άμεσα μετοχικά στο έργο, παρά θα περιμένει πρώτα να παραλάβει έκθεση από ξένο οίκο για τη μελέτη βιωσιμότητας του έργου, κάτι που μάλλον τοποθετείται γύρω στον Δεκέμβριο.
Σημειωτέον ότι η συμμετοχή της Κύπρου στο μετοχικό κεφάλαιο είχε δοθεί, όπως λένε κυβερνητικές πηγές, ως αντάλλαγμα από τη Λευκωσία προς την Αθήνα, προκειμένου η τελευταία να συναινέσει στον επιμερισμό 50% – 50% του γεωπολιτικού ρίσκου. Στο σενάριο δηλαδή εμπλοκής του έργου για λόγους ανωτέρας βίας, εξαιτίας του υπαρκτού γεωπολιτικού κινδύνου από τον τουρκικό παράγοντα.
Τρίτον, η κυπριακή πλευρά συμπεριέλαβε στο τελικό κείμενο, εντελώς αυθαίρετα όπως λένε κυβερνητικές πηγές, τον όρο ότι στο σενάριο που το τελικό κόστος του έργου ξεπεράσει τον προϋπολογισμό των 1,94 δισ. ευρώ, τότε η επιπλέον διαφορά θα επιμεριστεί ισόποσα στις δύο χώρες, 50% – 50%.
Αλλάζοντας δηλαδή, όπως λένε οι ίδιες πηγές, τη μέχρι σήμερα συμφωνημένη κατανομή, που στηρίζεται στο σκεπτικό ότι αφού οι βασικοί ωφελούμενοι από το έργο είναι οι Κύπριοι καταναλωτές (σ.σ.: αίρεται η ενεργειακή απομόνωση του νησιού), αυτοί πρέπει να πληρώσουν και περισσότερο.
Σύμφωνα με τους συνομιλητές μας, αν ίσχυε κάτι τέτοιο, θα ανατρεπόταν η υφιστάμενη συμφωνία επιμερισμού του κόστους, 63% η Κύπρος, 37% η Ελλάδα, που αφορά κάθε τι γύρω από τη διασύνδεση, και ισχύει από το 2017 με τη διασυνοριακή κατανομή κόστους του έργου (Cross Border Cost Allocation), γνωστή ως CBCA. «Κάτι τέτοιο είναι εντελώς ανέφικτο νομικά, η συμφωνία για ένα έργο που σχεδιάστηκε με βάση τον συγκεκριμένο επιμερισμό του κόστους, δεν μπορεί να αλλάξει μονομερώς», εξηγούν κυβερνητικές πηγές.
Τέταρτον, η Λευκωσία συνεχίζει με κάθε ευκαιρία να αμφισβητεί τη χρησιμότητα του έργου, όπως επισημαίνουν τα ίδια στελέχη, την ανάλυση κόστους-οφέλους (Cost Benefit Analysis – CBA), πάνω στην οποία στηρίζεται η διασύνδεση, να εγείρει νέες απαιτήσεις για τροποποίηση των συμφωνιών και γενικώς να ζητά αλλαγές σχεδόν σε κάθε μια από τις κεφαλαιώδεις συμφωνίες στις οποίες στηρίζεται το έργο.