Χιλιάδες συνομιλίες μεταξύ μελών κυκλώματος διακίνησης μεταναστών από την Τουρκία στην Ελλάδα, μέσω Έβρου, κατέγραψε ο «κοριός» της ΕΛ.ΑΣ., στο πλαίσιο της αστυνομικής επιχείρησης με την κωδική ονομασία «Ριβιέρα».
Οι καταγεγραμμένες συνδιαλέξεις «αποκρυπτογραφούν» τον τρόπο με τον οποίο δρουν οι δουλέμποροι, που «θησαυρίζουν» από τη διακίνηση ανθρώπων που πέφτουν θύματά τους.
Το ..gr παρουσιάζει τη δικογραφία της σοβαρής αυτής υπόθεσης, που αφορά σε εγκληματική οργάνωση που έφτανε στο σημείο να ξυλοκοπά τους μετανάστες και να ζητά «λύτρα» από συγγενείς τους. Όπως αναφέρεται στο προανακριτικό υλικό, οι δράστες «προκειμένου να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, απειλούσαν και χτυπούσαν τους μετανάστες σε ανοιχτή τηλεφωνική ακρόαση με τους μεσολαβητές και συγγενείς, έτσι ώστε να εξαναγκασθούν οι τελευταίοι να καταβάλουν το απαιτούμενο ποσό». Ο «κοριός» κατέγραψε συνομιλίες στις οποίες μετανάστες ακούγονται να λένε σε συγγενείς τους «πλήρωσε για να με αφήσουν. Με έχουν χτυπήσει άσχημα» και «έχω σπασμένο χέρι».
Σε άλλη συνομιλία ένας από τους δουλέμπορους ακούγεται αν λέει: «Όταν θα με πληρώσεις θα φύγεις, αλλιώς δεν φεύγεις. Θα βάλω να σε δείρουν».
Ενδεικτικό του εύρους της δράσης τους είναι ότι είχαν αγοράσει συνολικά 130 οχήματα, αξίας περίπου 700.000 ευρώ, για να μεταφέρουν μετανάστες στο εσωτερικό της χώρας. Τα αυτοκίνητα καταχωρούνταν σε στοιχεία «αχυρανθρώπων». Η Αστυνομία συνέλαβε εννιά άτομα πακιστανικής καταγωγής και σχημάτισε δικογραφία για ακόμα 27.
Τα «αφεντικά» του κυκλώματος ήταν ο «Μ» και ο «Ο». Ο «Μ» ήταν παλαιότερα τοποτηρητής του κυκλώματος στην Ελλάδα και αναβαθμίστηκε σε αρχηγικό μέλος. Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της έρευνας πέρασε στη Τουρκία και συντόνιζε από εκεί την οργάνωση.
Ο «Ο» συντόνιζε από το κέντρο της Αθήνας. Συνομιλούσε με αφεντικά στην Τουρκία, ενώ εξαιρετικά σπάνια έβγαινε από το σπίτι του στην Αθήνα για να μην συλληφθεί. Πρωταγωνιστής στην υπόθεση είναι και άτομο με το προσωνύμιο «δάσκαλος». Τον αποκαλούσαν έτσι τα υπόλοιπα μέλη της οργάνωσης γιατί τους έμαθε τη δουλειά. Ήταν παλαιότερα συνοδός (δηλαδή έκανε τη διαδρομή από τα σύνορα μέχρι το σημείο επιβίβασης) και αναβαθμίστηκε σε τοποτηρητή-συνοδηγό.
Οι συνοδοί των «πελατών» αποκαλούνταν «κατσάκια». Διέμεναν μόνιμα στην Τουρκία. Μέχρι τον ποταμό Έβρο πήγαιναν με αυτοκίνητα και δεν φαίνεται να αντιμετώπιζαν πρόβλημα (ελέγχους, συλλήψεις) από τις τουρκικές Αρχές. Ακολούθως αναλάμβαναν να περάσουν τους μετανάστες από τον ποταμό Έβρο (ήταν και βαρκάρηδες) και μετά συνήθως δύο μαζί καθοδηγούσαν γκρουπ μεταναστών των 20-40 ατόμων (διαμέσου ορεινών όγκων) μέχρι τη Ροδόπη, όπου επιβιβάζονταν σε οχήματα. Ήταν γνώστες της περιοχής και το δρομολόγιο που ακολουθούσαν ήταν περίπου το εξής: (κατά σειρά) μεταξύ Πρωτοκκλησίου και Μαυροκκλησίου, Κυριακής και Κόρυμβου, και πλησίον του Μικρού και του Μεγάλου Δέρειου. Αφού προσέγγιζαν τη Νέα Σάντα Ροδόπης, χώριζαν σε μικρότερες ομάδες για να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο σύλληψης. Συγκεκριμένα καθοδηγούσαν τους μετανάστες σε προκαθορισμένα σημεία παραλαβής από τους οδηγούς (κυρίως στα χωριά Γρατινή, Φιλλύρα, Αρριανά, Σάπες, Άρατος, Αρίσβη, Πρωτάτο, καθώς και κοντά στη Βιομηχανική Περιοχή της Κομοτηνής).
Η χρονική διάρκεια της πεζής διαδρομής από τα σύνορα του Νομού Έβρου μέχρι το σημείο παραλαβής υπολογίζεται σε τουλάχιστον τρεις ημέρες. Μέσα σε αυτή τη διαδρομή υπήρχαν 1-2 checkpoints, όπου είχαν αφήσει ρούχα (διότι περπατούσαν και με βροχή) και powerbank για τα κινητά. Διέμεναν σε εγκαταλελειμμένα οικήματα στη διαδρομή και δεν άναβαν φωτιά για να μην εντοπιστούν από τους Αστυνομικούς των Τμημάτων Συνοριακής Φύλαξης.
Τα κρησφύγετα
Προορισμός των μεταναστών ήταν το 399ο χιλιόμετρο της Εγνατίας Οδού (Ασπροβάλτα Θεσσαλονίκης), όπου παραλαμβάνονταν από τα μέλη – φύλακες του προσωρινού καταλύματος και κατακρατούνταν παράνομα.
Συγκεκριμένα, στα σημεία αποβίβασης υπήρχε συνήθως φύλακας που εκτελούσε χρέη «τσιλιαδόρου», ελέγχοντας τον περιβάλλοντα χώρο για την παρουσία τυχόν αστυνομικών δυνάμεων. Η αποβίβαση των αλλοδαπών γίνονταν επί της Εγνατίας Οδού, στο ρεύμα προς Θεσσαλονίκη και στη συνέχεια, οι αλλοδαποί οδηγούνταν πεζοί σε προσωρινό κατάλυμα της οργάνωσης σε παρακείμενη δασική περιοχή σε απόσταση μισής ώρας περίπου.
Μετά την άφιξη των αλλοδαπών στο κατάλυμα, οι φύλακες τους παρείχαν τροφή και τους βιντεοσκοπούσαν καθώς αυτοί ανέφεραν τα στοιχεία τους και τα στοιχεία των μεσολαβητών τους.
Στη συνέχεια, και προκειμένου να καταβληθεί το απαιτούμενο χρηματικό ποσό που αφορούσε τη μεταφορά τους, οι διαχειριστές του καταλύματος τους ανάγκαζαν να επικοινωνήσουν με τους οικείους τους ή άλλα άτομα που μεσολαβούσαν για τη μεταφορά τους. Αξιοσημείωτο ήταν το γεγονός ότι, οι διαχειριστές του καταλύματος, προκειμένου να αποκομίσουν παράνομο περιουσιακό όφελος, απειλούσαν και χτυπούσαν τους μετανάστες σε ανοιχτή τηλεφωνική ακρόαση με τους μεσολαβητές και συγγενείς, έτσι ώστε να αναγκασθούν οι τελευταίοι να καταβάλουν το απαιτούμενο ποσό.
Ο «τιμοκατάλογος»
Η αμοιβή της οργάνωσης γινόταν μέσω του δικτύου μεταφοράς χρημάτων (HAWALA) σε Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Κωνσταντινούπολη και Πακιστάν.
Από τις συνομιλίες προέκυψε ότι η αμοιβή της οργάνωσης κυμαινόταν από 900 ευρώ έως 1.600 ευρώ κατ’ άτομο.
Όσον αφορά στην αμοιβή των μελών της οργάνωσης, οι οδηγοί έπαιρναν 1.000-2.000 ευρώ ανά μεταφορά, ανάλογα με τον αριθμό των μεταφερόμενων μεταναστών, την απόσταση που καλούνταν να διανύσουν, την επικινδυνότητα της μεταφοράς.
Ένας άλλος παράγοντας για την αμοιβή ήταν η καταγωγή των οδηγών, καθώς οι Αλβανοί απαιτούσαν αμοιβή γύρω στις 2.000 ευρώ, ενώ οι Πακιστανοί 1.000 ευρώ. Οι τελευταίοι δεν είχαν άδεια οδήγησης.
Απειλές για ξύλο
Στις συνομιλίες που καταγράφηκαν από τον «κοριό» της ΕΛ.ΑΣ. υπήρξε μετανάστης που κάλεσε τρίτο άτομο (πιθανότατα συγγενή ή φίλο του) και του είπε «είμαστε Θεσσαλονίκη, κανόνισε για τα χρήματα, 900 ευρώ πρέπει να πληρώσω το άτομο, θα σε πάρει ο A. που είναι πράκτορας για να σου πει που θα βάλεις τα 900 ευρώ, 900 πρέπει να δώσεις για μένα και 900 για τον I., για να μας βγάλουν εισιτήρια για Αθήνα έως το βράδυ».
Το τρίτο άτομο ρώτησε «πως να τους βάλει τα χρήματα;», λαμβάνοντας την απάντηση «μέσω τράπεζας ή πες σε κάποιον να πληρώσει στην Αθήνα» και προσέθεσε πως «τον έχουν χτυπήσει άσχημα και έχει σπασμένο χέρι».
Σε άλλη περίπτωση «πελάτης» της οργάνωσης κάλεσε τρίτο άτομο και ανέφερε χαρακτηριστικά «Είμαι ακόμα στη ζούγκλα. Τα προηγούμενα χρήματα που είχαμε δώσει, μας χτύπησαν και μας παράτησαν. Τώρα είμαστε κοντά στη Θεσσαλονίκη στη ζούγκλα. Μας ζητάνε από 900 ευρώ, δηλαδή 180.000 πακιστανικά. Σου δίνω έναν αριθμό από Πακιστάν και ένα από Τουρκία, να μιλήσεις με αυτούς να πληρώσεις για να με αφήσουν».
«Μας χτυπάνε, έχουμε πληρώσει 350.000 πακιστανικά. Πρέπει να δώσουμε 900 ευρώ για να μας βάλουν στο τρένο.»
Ο «A.» (πράκτορας) ρώτησε το μεταφερόμενο αλλοδαπό «Γιατί δεν με πληρώνεις;», λαμβάνοντας την απάντηση «Θέλω να σε πληρώσω. Πες μου πως να σε πληρώσω.». Ο «A.» ανέφερε χαρακτηριστικά πως «Εγώ σε έβαλα στο φορτηγό.» και πως «Όταν θα με πληρώσεις θα φύγεις, αλλιώς δεν φεύγεις. Θα βάλω να σε δείρουν».
Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο ..gr.