Πρέπει να δώσουμε ισχυρό μήνυμα στην Τουρκία
Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου
Ένα χρόνο πριν, τέτοιες μέρες πάνω κάτω — ενώ λάμβανε χώρα στην Αθήνα η 24η Συζήτηση Στρογγυλής Τραπέζης του Economist με την ελληνική κυβέρνηση — ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας δήλωνε (στην εισαγωγή της ομιλίας του) πως του έλειπε ο παλιός του φίλος Μεβλούτ Τσαβούσογλου, την ώρα που ο περί ου ο λόγος Τούρκος ομόλογός του έδινε συνέντευξη στο CNN Turk.
Εκεί, με ύφος όλο αυτοπεποίθηση, ο ΥΠΕΞ της Τουρκίας διαβεβαίωνε το τουρκικό τηλεοπτικό δίκτυο ότι το Oruc Reis είχε επιστρέψει ήδη στην Αττάλεια για συντήρηση ρουτίνας και μετά απ’ αυτήν θα επέστρεφε στην Ανατολική Μεσόγειο, για να συνεχίσει τις δραστηριότητές του παράλληλα με τις έρευνες των άλλων δύο τουρκικών σκαφών, του γεωτρύπανου Yavuz και του ερευνητικού Barbaros
Η εν λόγω πληροφορία που έδωσε τότε ο Τούρκος υπουργός για επαναδραστηριοποίηση του πλοίου το οποίο αναστάστωσε επί τρίμηνο την Ελλάδα ξεσήκωσε τον ενθουσιασμό των συμπατριωτών του, όπως ήταν φυσικό. Αλλά η επόμενη, που ισοδυναμούσε με καταγγελία, ταρακούνησε εμάς τους Έλληνες γιατί αφορούσε την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών μας, αίτημα το οποίο επαναλαμβάνει σε τακτά διαστήματα η Άγκυρα μέχρι σήμερα.
Η κατηγορία ότι ”η Ελλάδα μεταφέρει βαρύ οπλισμό σε αυτά” από το ’74 και εντεύθεν, ”κάτι που δεν συνάδει με τις συμφωνίες” (Συνθήκη της Λωζάνης [1923] και των Παρισίων [1947]), και η προειδοποίηση ότι ”ο εξοπλισμός των νησιών που βρίσκονται ακριβώς δίπλα μας δε θα τα σώσει, αν γίνει στρατιωτική κίνηση από πλευράς της Τουρκίας”, υπερέβη κατά πολύ την συνήθη επιθετική ρητορική και εκδήλωση δυσφορίας σε βάρος της χώρας μας από τον Τούρκο ΥΠΕΞ.
Υπαινικτική δυσφορία όμως έκρυβε και η αναφορά του στα Ίμια, ”η κρίση των οποίων δεν συνέτισε τους Έλληνες”, όπως είπε και γι’ αυτό ”δεν υπήρξε καμιά αλλαγή στο status quo και τις παραβιάσεις σε αυτά τα νησιά”.
Που πάει να πει δεν μας φόβισαν έκτοτε (μετά την ήττα εν καιρώ ειρήνης στα Ίμια. που μεταφράστηκε σε αίμα [Καραθανάσης, Βλαχάκος, Γιαλοψός] και απώλεια ελληνικής κυριαρχίας) οι τουρκικές απαιτήσεις περί αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, όπως δεν πρέπει να μας φοβίσουν και τώρα είτε εκδηλώνονται αυτές από πλευράς της Τουρκίας είτε από Αμερική και Γερμανία για χάρη της.
Κι αυτό γιατί έχουμε με το μέρος μας τους καλύτερους συνήγορους: το Διεθνές Δίκαιο και την ιστορική αλήθεια. Και όταν αυτά τα δύο είναι με το μέρος μας, πρέπει να τα χρησιμοποιούμε – δια των κυβερνήσεων που μας εκπροσωπούν – σαν μόνιμο όπλο και με πολιορκητικό κριό αυτά να κάνουμε διαπραγμάτευση ισχύος με εκείνους που αμφισβητούν τα νόμιμα δικαιώματά μας.
Διαπραγμάτευση ισχύος σημαίνει ότι – έχοντας αναβαθμίσει στον ύψιστο βαθμό την στρατιωτική μας ετοιμότητα – δεν κρατάμε στάση φοβική (ως πολιτικοί προϊστάμενοι) υπό τον μανδύα της ηττοπαθούς ”κατευναστικής” πολιτικής που εφάρμοσε το ’96 η κυβέρνηση Σημίτη.
Δεν αποφεύγουμε να απαντάμε στα μαθήματα διαστρέβλωσης της ιστορίας τυρβάζοντας περί άλλων ως ένοχοι και δεν ακολουθούμε ”στρατηγική αμεριμνησίας”, αλλά κάνουμε λεκτική αντεπίθεση στον στρεψόδικο αντίπαλο είτε ως ομιλητές σε Fora και σε συνεντεύξεις σε Μέσα είτε σε Τραπέζι διαπραγματεύσεων για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας.
Και η αλήθεια (που είναι απαγορευτική για την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών μας για λόγους εδαφικής ακεραιότητας) εδράζεται στο Άρθρο 13 της Συνθήκης της Λωζάνης, όπου αναφέρονται οι παρακάτω σαφείς περιορισμοί ως προς την αποστρατιωτικοποίηση μερικών νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, ενώ ΔΕΝ αναφέρονται κάποιοι άλλοι.
Οι περιορισμοί της Συνθήκης που χάραξε τα σύνορα της πατρίδας μας είναι οι εξής:
– […] Προς εξασφάλισιν της ειρήνης, η Ελληνική Κυβέρνησις υποχρεούται να τηρή εν ταις νήσοις Μυτιλήνη, Χίω, Σάμω και Ικαρία τα ακόλουθα μέτρα:
1. Αι ειρημέναι νήσοι δεν θα χρησιμοποιηθώσιν εις εγκατάστασιν ναυτικής βάσεως ή εις ανέγερσιν οχυρωματικού τινός έργου.
2. Θα απαγορευθεί εις την Ελληνικήν στρατιωτικήν αεροπλοΐαν να υπερίπταται του εδάφους της ακτής της Ανατολίας. Αντιστοίχως, η Τουρκική Κυβέρνησις θα απαγορεύση εις την στρατιωτικήν αεροπλοΐαν αυτής να υπερίπταται των ρηθεισών νήσων.
3. Αι ελληνικαί στρατιωτικαί δυνάμεις εν ταις ειρημέναις νήσοις θα περιορισθώσι εις τον συνήθη αριθμόν των δια την στρατιωτικήν υπηρεσίαν καλουμένων, οίτινες δύνανται να εκγυμνάζωνται επί τόπου, ως και εις δύναμιν χωροφυλακής και αστυνομίας ανάλογον προς την εφ’ ολοκλήρου του ελληνικού εδάφους υπάρχουσαν τοιαύτην…
Όπως προείπα, όμως, αποκτούν ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα οι περιορισμοί που ΔΕΝ αναφέρονται στις παραπάνω πρόνοιες, γιατί η απουσία τους της δίνουν το δικαίωμα να εγκαταστήσει όσες δυνάμεις θέλει στα νησιά αυτά, αφού δεν υπάρχει κανένας συμβατός περιορισμός για να την εμποδίσει να το κάνει.
Έτσι, μπορεί να απαγορεύεται στη χώρα μας – σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης – να εγκαταστήσει ναυτικές βάσεις ή μόνιμα οχυρωματικά έργα στα παραπάνω νησιά, αλλά δεν την εμποδίζει κανείς να έχει σ’ αυτά αεροπορικές βάσεις ή άλλες εγκαταστάσεις που διευκολύνουν το στρατιωτικό έργο (πχ ραντάρ, σταθμοί παρακολούθησης κλπ).
Σημειωτέον ότι οι περιορισμοί αυτοί αφορούν μόνο την Λέσβο, την Χίο, την Σάμο και την Ικαρία, γιατί τα Δωδεκάνησα το 1932 (έτος υπογραφής της Συνθήκης της Λωζάνης) δεν ήταν ακόμα μέρος της ελληνικής Επικράτειας.
Ως εκ τούτου, δεν τίθεται θέμα αποστρατιωτικοποίησης για τα νησιά Άγιος Ευστράτιος, Ψαρά, Οινούσσες, Φούρνοι κλπ (η αναφορά των οποίων γίνεται με βάση τα περιοδικά σχετικά αιτήματα των Τούρκων). Αυτό σημαίνει ότι η Ελλάδα μπορεί να εγκαταστήσει σ’ αυτά όσες δυνάμεις και εγκαταστάσεις θέλει, αφού δεν υπάρχει κανένας περιορισμός σύμφωνα με την εν λόγω Συνθήκη.
Για να επανέλθω όμως στη συνέντευξη του Μεβλούτ Τσαβούσογλου στο CNN Turk ένα χρόνο πριν (Σεπτέμβριος του ’20), οι θέσεις του περί αποστρατιωτικοποίησης απόκτησαν επιπρόσθετη σημασία, γιατί είχε γίνει πρωτοσέλιδο την προηγούμενη μέρα η στρατηγική της Τουρκίας επί του θέματος αυτού με βάση το κύριο άρθρο της φιλοκυβερνητικής Yeni Şafak που υπέγραφε ο Χασάν Οζκάν.
Ήταν άλλη μια απόδειξη ότι η τουρκική Εξωτερική πολιτική επί Ταγίπ Ερντογάν είχε (και εξακολουθεί να έχει) επικοινωνιακό όχημά της την εφημερίδα των φίλων του ιδιοκτητών της. Αυτών της Albayrak Holding, δηλαδή, που εξαγόρασαν το ’97 την Yeni Şafak και επέλεξαν για αρχισυντάκτη τον ”σκληρό” Ερντογανιστή Ibrajim Karagül, ο οποίος επένδυσε σε ”νέο αίμα” δημοσιογράφων υποστηρικτών του ”αρχηγού” του.
Μεταξύ των αρθρογράφων που προσελήφθησαν τότε στην εν λόγω τουρκική εφημερίδα ήταν κι ένας παλιός γνώριμος σε μας δημοσιογράφος με καταγωγή από τον Εχίνο της Θράκης, ο Χασάν Οζκάν [γιος του γνωστού για τον ανθελληνισμό του επιχειρηματία Φερούχ Οζκάν (φίλου του Τ. Ερντογάν), προέδρου του Πολιτιστικού Συλλόγου Τούρκων Ελλάδας (YUNTURK), που παρουσιάζεται ως πρόεδρος της αυτοαποκαλούμενης ως ”Αυτόνομης Συνόδου Διαπραγμάτευσης Δυτικής Θράκης”].
Ο εν λόγω δημοσιογράφος, λοιπόν, της Yeni Şafak και του τηλεοπτικού καναλιού Rumeli TV της Κωνσταντινούπολης είχε απαριθμήσει σε άρθρο του (στην εφημερίδα όπου εργαζόταν) τα ”διπλωματικά ατού” της χώρας του εναντίον της δικής μας.
Αυτά δηλαδή που προτίθεται να θέσει η διπλωματική αντιπροσωπεία της Τουρκίας όταν κληθεί να συμμετάσχει στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα στη Χάγη, για να τεκμηριώσει την κατηγορία της ότι η χώρα μας παρανομεί και παραβιάζει διεθνείς συμφωνίες.
Τα ”διπλωματικά ατού” της Τουρκίας έχουν να κάνουν με τους επαναλαμβανόμενους ισχυρισμούς της ότι ”στο Αιγαίο υπάρχουν νησιά, νησάκια και βραχονησίδες με ακαθόριστο status, που δεν έχουν παραδοθεί στην Ελλάδα και δεν αναφέρονται στις Συνθήκες της Λωζάνης (1923) και των Παρισίων (1947). Και ως εκ τούτου, δεν έχουν περάσει στην κυριαρχία ή στο δικαίωμα χρήσης της Ελλάδας”.
Όλοι αυτοί όμως οι τουρκικοί ισχυρισμοί απορρίπτονται απ’ τις ίδιες τις Συνθήκες, προπάντων όμως απ’ τους περιορισμούς που δεν υφίστανται σε αυτές. Όπως απορρίπτεται και η τουρκική θεωρία περί ”γκρίζων ζωνών” στο Αιγαίο, η οποία άρχισε να ακούγεται στα μέσα της δεκαετίας του ’90.
Το διεθνές νομικό πλαίσιο των ως άνω Συνθηκών με το οποίο ρυθμίστηκαν τα θέματα κυριαρχίας μας είναι απολύτως σαφές και αδιαμφισβήτητο. Γι’ αυτό δεν δικαιολογείται εκ μέρους μας η συνέχιση της ηττοπαθούς στρατηγικής μας.
Μιας στρατηγικής που μας απονευρώνει πολιτικά και στρατιωτικά, με αποτέλεσμα να αδυνατούμε να δώσουμε αποστομωτικές απαντήσεις σε όσους συνεχίζουν να μας πιέζουν στο θέμα αυτό είτε λέγονται Τούρκοι είτε ”φίλοι” και ”σύμμαχοι”.
- Αντί να αφήνουμε τους Συμβούλους Εθνικής Ασφαλείας του ΥΠΕΞ και του Μαξίμου (βλ. ΕΛΙΑΜΕΠ) να μας μεταφέρουν τις θέσεις της Άγκυρας περί αποστρατιωτικοποίησης των νησιών μας και ”συνεκμετάλλευσης” του φυσικού πλούτου του Αιγαίου με τους Τούρκους,
- Αντί να τους αφήνουμε να μηρυκάζουν τα περί μαξιμαλιστικής στρατηγικής της Ελλάδας υποδεικνύοντας στην κυβέρνηση (με πρόσχημα την μακροβιότητα της ειρήνης) τον δρόμο των ταπεινωτικών υποχωρήσεων οι οποίες μας καθιστούν ηττημένους μέσα σ’ αυτήν…
θα έπρεπε ήδη να είχαμε διαμηνύσει σε όλους ανεξαιρέτως – με αφορμή σχετικές παρεμβάσεις τους – ότι δεύτερα Ίμια ΔΕΝ θα υπάρξουν.
Κρινιώ Καλογερίδου (Βούλα Ηλιάδου, συγγραφέας)