Των Marc Pierini, Francesco Siccardi
Στις 31 Μαρτίου οι πολίτες της Τουρκίας θα ψηφίσουν για την ανάδειξη δημάρχων και δημοτικών συμβούλων.
Οι τοπικές εκλογές συνήθως δεν προκαλούν μεγάλο ενδιαφέρον στη διεθνή σκηνή. Αυτή τη φορά, ωστόσο, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στα θεσμικά όργανα της ΕΕ, το ΝΑΤΟ και τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες θα δώσουν ιδιαίτερη προσοχή για έναν απλό λόγο.
Αυτή η ψηφοφορία αποτελεί το πρώτο τεστ δημοτικότητας για τον Τούρκο Πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν μετά την επανεκλογή του τον Μάιο του 2023 και πραγματοποιείται σε μια εποχή που ένας από τους στενότερους εταίρους του -ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν- έχει πυροδοτήσει τις υψηλότερες εντάσεις εδώ και δεκαετίες μεταξύ Ρωσίας και Δύσης. Μέσα σε αυτές τις εντάσεις, η Άγκυρα διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο.
Μια μεγάλη νίκη του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) θα εδραιώσει την εξουσία του Προέδρου Ερντογάν, φέρνοντάς τον πιο κοντά στο αυταρχικό στυλ διακυβέρνησης του Προέδρου Πούτιν και διευρύνοντας το χάσμα με τους συμμάχους του ΝΑΤΟ. Αυτό θα έχει αναπόφευκτα αντίκτυπο στη διεθνή στάση της Τουρκίας ευρύτερα.
Στο εσωτερικό, η ψηφοφορία της 31ης Μαρτίου θα έχει αντίκτυπο στην οικονομία και το μοντέλο διακυβέρνησης της χώρας. Οι αλλαγές πολιτικής σε αυτά τα μέτωπα θα είναι χρήσιμος δείκτης της μελλοντικής κατεύθυνσης της Τουρκίας.
Οικονομικά, η ηγεσία της Τουρκίας διχάζεται μεταξύ της απόκτησης εύκολου “πολιτικού χρήματος” από τη Ρωσία και μιας αυστηρής προσαρμογής της νομισματικής πολιτικής που απαιτείται για την αναζωογόνηση της προβληματικής οικονομίας της. Οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ Άγκυρας και Μόσχας έχουν αυξηθεί θεαματικά από τότε που η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022.
Η αύξηση των εμπορικών και επενδυτικών ροών μεταξύ των δύο χωρών συμβαδίζει με την κριτική της Δύσης για την άρνηση της Άγκυρας να εφαρμόσει κυρώσεις κατά της Ρωσίας. Έχουν δημιουργηθεί υποψίες ότι η Τουρκία βοηθά τη Ρωσία να αποφύγει αυτές τις κυρώσεις. Το Κρεμλίνο, από την πλευρά του, έχει παράσχει στην Τουρκία σημαντική οικονομική στήριξη εν μέσω της δεινής οικονομικής κρίσης της τελευταίας από το 2021.
Tην επανεκλογή του Προέδρου Ερντογάν το 2023 ακολούθησε μια στροφή στην πολιτική επιτοκίων της κυβέρνησης. Αυτό το μέτρο, που σχεδιάστηκε για να σταματήσει τη πληθωριστική κρίση της χώρας, είχε τεθεί πρόσφατα σε αναμονή από την Κεντρική Τράπεζα πιθανώς για να αποφευχθεί η αντίδραση των πολιτών που επηρεάστηκαν από τις οικονομικές δυσκολίες. Ωστόσο, η διορθωτική νομισματική πολιτική επαναλήφθηκε στις 21 Μαρτίου με σκοπό να τιθασεύσει τον πληθωρισμό και να βοηθήσει την Τουρκία να προσελκύσει περισσότερες άμεσες ξένες επενδύσεις και βραχυπρόθεσμη χρηματοδότηση.
Στο μέτωπο της διακυβέρνησης, οι φετινές τοπικές εκλογές αφορούν περισσότερους από λίγους μητροπολιτικούς δήμους. Ο Πρόεδρος Ερντογάν συμμετείχε ενεργά στην προεκλογική εκστρατεία επειδή η απώλεια της Άγκυρας και της Κωνσταντινούπολης το 2019 παραμένει ένα από τα βαθύτερα σημάδια στην πολιτική του καριέρα.
Αυτό που πραγματικά διακυβεύεται στις 31 Μαρτίου είναι η μοίρα του αυταρχικού συστήματος διακυβέρνησης της Τουρκίας. Όπως εύστοχα σημειώθηκε από τους πολιτικούς αναλυτές Sinem Adar και Hürcan Aslı Aksoy, “οι πολιτικές, οικονομικές και συναισθηματικές συνέπειες μιας νίκης του AKP σε αυτές τις δύο πόλεις (και όχι μόνο) θα υποστήριζαν τον στόχο του Ερντογάν να εδραιώσει το τουρκικό προεδρικό σύστημα και την εξουσία του σε αυτό”.
Σήμερα, αρκεί να δούμε την κατάσταση των θεμελιωδών ελευθεριών στην Τουρκία ή τα όρια που επιβάλλει η τουρκική κυβέρνηση στην κοινωνία των πολιτών και στο δικαστικό σώμα για να παρατηρήσουμε ότι η αρχιτεκτονική του κράτους δικαίου της Τουρκίας είναι πιο κοντά στο βιβλίο του Κρεμλίνου παρά σε οποιαδήποτε κυβέρνηση της ΕΕ ή χώρα του ΝΑΤΟ.
Σε διεθνές επίπεδο, μια ευρεία νίκη του AKP στην Κωνσταντινούπολη, την Άγκυρα και άλλες μεγάλες πόλεις, μετά τη συντριπτική νίκη του Προέδρου Πούτιν στις προεδρικές εκλογές της Ρωσίας, θα χαιρετιστεί αναπόφευκτα δημόσια από τον Ρώσο πρόεδρο. Αυτό θα θεωρηθεί στη Μόσχα ως ένδειξη της πολιτικής τους συγγένειας και θα χρησιμοποιηθεί επίσης στην Άγκυρα για να δικαιολογήσει μια στενή σχέση με τη Ρωσία στα μάτια του τουρκικού κοινού. Για τους δυτικούς εταίρους της Τουρκίας, αυτή η συγγένεια προκαλεί ανησυχία. Αντίθετα, μια νίκη της αντιπολίτευσης στην πλειονότητα των εννέα ή δέκα μεγαλύτερων τουρκικών πόλεων θα είχε αρνητικό αποτέλεσμα στο κύρος του Προέδρου Ερντογάν στο εσωτερικό.
Ωστόσο, ο αποφασιστικός παράγοντας που καθορίζει τη μελλοντική πορεία της Τουρκίας -και την τύχη των σχέσεών της με τους δυτικούς εταίρους- παραμένει ο πόλεμος στην Ουκρανία.
Μεσοπρόθεσμα, η πορεία της σύγκρουσης μπορεί να περιπλέξει την ισορροπημένη πολιτική της Άγκυρας μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας, ειδικά όταν πρόκειται για την αντίληψη της απειλής, την προμήθεια νέου στρατιωτικού υλικού από τις Ηνωμένες Πολιτείες και το ζήτημα των δευτερογενών κυρώσεων.
Στο εξής, οι ρωσικές απειλές κατά της Δύσης είναι βέβαιο ότι θα αυξηθούν καθώς η τελευταία παρέχει περισσότερη στρατιωτική υποστήριξη στην Ουκρανία. Η απόκτηση νέου στρατιωτικού εξοπλισμού από την Τουρκία από χώρες του ΝΑΤΟ θα προκαλέσει δυσπιστία στη Μόσχα—και το ίδιο θα κάνει η συνεχής ανάπτυξη της Άγκυρας μιας αυτοσυντηρούμενης αμυντικής βιομηχανίας, η οποία θα απαιτήσει τη συνεχή υποστήριξη ορισμένων δυτικών εταιρειών.
Επιπλέον, με την παρουσία συστημάτων S-400 ρωσικής κατασκευής στην Τουρκία – ένα μόνιμο σημείο ανάφλεξης μεταξύ Τουρκίας-ΗΠΑ-, οι σχέσεις θα γίνονται όλο και πιο ακανθώδεις σε ένα πλαίσιο αυξημένων εντάσεων μεταξύ της Μόσχας και των δυνάμεων του ΝΑΤΟ. Αναπόφευκτα, το μέλλον αυτού του προγράμματος θα γίνει ένα επίμαχο ζήτημα μεταξύ της Άγκυρας, του Κρεμλίνου και του Λευκού Οίκου.
Μια πιθανή ρωσική επιχείρηση με στόχο να διαταράξει τις δυτικές πολιτικές σε περιοχές εκτός της Ουκρανίας θα περιέπλεκε περαιτέρω τα πράγματα. Αυτές θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν ενέργειες κατά των αεροπορικών μέσων του ΝΑΤΟ στον διεθνή εναέριο χώρο πάνω από τη Μαύρη Θάλασσα. Μια παρέμβαση υπέρ του Αζερμπαϊτζάν κατά της Αρμενίας ή υπέρ των αυτονομιστών της Υπερδνειστερίας κατά της Μολδαβίας· ή αύξηση της υποστήριξης της Ρωσίας στο συριακό καθεστώς.
Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, η στάση της Άγκυρας θα παρακολουθούνταν στενά στα κεντρικά γραφεία του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, καθώς θα μπορούσε να βαθύνει τις διαφωνίες της Τουρκίας με τους δυτικούς εταίρους ή, αντίθετα, να φέρει την Άγκυρα σε δύσκολη κατάσταση με τη Ρωσία.
Ο βαθμός στον οποίο ο Πρόεδρος Ερντογάν μπορεί να ασκήσει την προσωπική του εξουσία στο εσωτερικό θα είναι ένας κρίσιμος παράγοντας που θα καθορίσει τη διεθνή συμπεριφορά της Τουρκίας. Για το λόγο αυτό, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στην Ευρώπη και πέρα από τον Ατλαντικό θα πρέπει να δώσουν προσοχή στις τοπικές εκλογές της Τουρκίας.
*Διαβάστε το άρθρο στην αρχική του δημοσίευση εδώ.
Απόδοση-Επιμέλεια: Νικόλας Σαπουντζόγλου
capital.gr