«Έκανα εμετούς και αυτοτραυματιζόμουν» εξήγησε η δημοσιογράφος του «Vice» που μέσα σε ένα χρόνο από 62 κιλά που ζύγιζε έφτασε στα 39,5 κιλά.
Στην εκπομπή της Ελεονώρας Μελέτη φιλοξενήθηκε η Δάφνη Καραβοκύρη. Η δημοσιογράφος, που οποία έγινε γνωστή μέσα από την παρουσία της στο «Vice» μίλησε για τη μάχη, που έδωσε με τη νευρική ανορεξία.
«Η νευρογενής ανορεξία δεν είναι κάτι που ξεκινάει μόνο του.
Όταν είσαι παιδί, βλέπεις διάφορα πράγματα που σε προβληματίζουν. Είχαμε κι εμείς τα προβλήματά μας στο σπίτι, όπως σε κάθε σπίτι. Βλέποντάς το τώρα ήταν σαν να ήθελα να φωνάξω, αλλά δεν είχα φωνή.
Στα 15 μου ξεκίνησα επίσημα να ζω με τον πατέρα μου.
Δεν ήταν εύκολο, δεν εξελίχθηκε άσχημα. Ο μπαμπάς μου ήταν εκδότης περιοδικών μόδας. Όταν είσαι παιδί, και κορίτσι με ευαισθησίες, βλέπεις τα μοντέλα στο σπίτι σου, και θέλεις να τους μοιάσεις.
Στην αρχή λες “να χάσω 2 κιλάκια”.
Ήμουν ένα νόστιμο, αφράτο, υγιές κορίτσι που αρμόζει στην ηλικία των 14 ετών. Οπότε εγώ ήμουν ένα παιδί, που έσφυζε από ζωή και αποφάσισα να πιω αυτή τη ζωή με το καλαμάκι. Στην κυριολεξία. Να γίνω κάτι αποστεωμένο, ένα φάντασμα του εαυτού μου, που τότε δεν το καταλάβαινα.
Έχασα τα μαλλιά μου, μου κόπηκε η περίοδος, το δέρμα μου έγινε πιο λεπτό από το χαρτί, αϋπνία.
Γιατί να έχω φωτογραφίες από εκείνη την περίοδο, και να θέλω να δείξω κάτι για το οποίο δεν ήμουν ποτέ καλά;
Δεν ήθελα να έχω φωτογραφίες γιατί με έβλεπα πάντα παραμορφωμένη».
«Εδώ έφτασα από 62 κιλά στα 39,5 μέσα σε έναν χρόνο.
Για να μην καταλαβαίνουν οι δικοί μου, έκανα το κόλπο που κάνουν πολλοί σε αντίστοιχη περίπτωση. Φορούσα φαρδιά ρούχα, που δεν φαίνεται ότι συμβαίνει κάτι εκ πρώτης όψεως κι η επικινδυνότητα. Χάνονταν τα κιλά σαν το νερό. Δεν έτρωγα κάτι άλλο μόνο κάποια μουστοκούλουρα.
Δεν πήγαινα σε πάρτι. Αυτό είναι το θέμα της νευρικής ανορεξίας
Παλεύεις να αδυνατίσεις και δεν είσαι πάλι ικανοποιημένος. Έκανα κι εμετούς, αυτοτραυματιζόμουν και κάθε πρόσληψη τροφής ήταν μια τιμωρία. Στο μυαλό μου είχα όρεξη αλλά δεν ακολουθούσαν τα υπόλοιπα. Είναι μια ασκητική ζωή. Είναι μια κατηφόρα, που δεν έχει πάτο».