To δρόµο για την επιβολή χρηµατικών κυρώσεων στην Ελλάδα ανοίγει η απόφαση του Ευρωδικαστηρίου της 12ης Μαρτίου, µε την οποία έκανε δεκτή την προσφυγή της ΕΕ ότι οι ελληνικές αρχές δεν ανέκτησαν παράνοµες αντισταθµιστικές ενισχύσεις που καταβλήθηκαν το 2009 µέσω του ΕΛΓΑ στους αγρότες λόγω δυσµενών καιρικών συνθηκών, δηλαδή του του γνωστού «πακέτου Χατζηγάκη» των 425 εκατ. ευρώ.
Μάλιστα, δεν απεδείχθη ποτέ η επίκληση των ελληνικών αρχών για κοινωνικές αναταραχές από την ανάκτηση των ενισχύσεων, ενώ η Ελλάδα παρέλειψε να ενηµερώσει επαρκώς την Επιτροπή για τα µέτρα που έλαβε οκτώ και πλέον έτη µετά την έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής, την οποία όπως λέει το ∆ικαστήριο, ακόµη δεν έχει εκτελέσει.
Να σηµειωθεί πάντως ότι, στην περίπτωση µη ανακοινώσεως στην Επιτροπή των µέτρων για τη µεταφορά µιας οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, το ∆ικαστήριο µπορεί, κατόπιν προτάσεως της Επιτροπής, να επιβάλει κυρώσεις µε την πρώτη του απόφαση.
Υπενθυµίζεται ότι το 2009, ο Οργανισµός Ελληνικών Γεωργικών Ασφαλίσεων (ΕΛΓΑ) κατέβαλε στους Έλληνες γεωργούς αποζηµιώσεις συνολικού ύψους 425 εκατ. ευρώ για τις ζηµιές που είχαν προκληθεί το 2008 εξαιτίας δυσµενών καιρικών συνθηκών.
Το 2011, η Επιτροπή χαρακτήρισε τα µέτρα αυτά ως παράνοµες ενισχύσεις µη συµβατές µε την εσωτερική αγορά και ως εκ τούτου η Ελληνική ∆ηµοκρατία όφειλε να ανακτήσει από τους λήπτες τους εντός τεσσάρων µηνών τις ασυµβίβαστες ενισχύσεις που χορήγησε µέσω του ΕΛ.Γ.Α. κατά τα έτη 2008 και 2009, καθώς και να ενηµερώσει επαρκώς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για τα απαραίτητα µέτρα προς αυτό το σκοπό, κάτι που δεν έκανε.
Η Ελλάδα ζήτησε από το Γενικό ∆ικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης να ακυρώσει την απόφαση της Επιτροπής και να αναστείλει την εκτέλεσή της µέχρι να εκδοθεί η δικαστική απόφαση επί της ουσίας. Το 2012, ο Πρόεδρος του Γενικού ∆ικαστηρίου ανέστειλε την εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής, κατά το µέρος που επέβαλλε στην Ελλάδα να ανακτήσει τις µη συµβατές ενισχύσεις από τους λήπτες τους.
Εντούτοις, το 2014, το Γενικό ∆ικαστήριο απέρριψε την προσφυγή επί της ουσίας. Κατόπιν τούτου, η Ελλάδα άσκησε αναίρεση ενώπιον του ∆ικαστηρίου, ζητώντας τόσο την αναίρεση της αποφάσεως του Γενικού ∆ικαστηρίου όσο και την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως της Επιτροπής µέχρι την περάτωση της κατ’ αναίρεση δίκης. Το ∆ικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναστολής και την αναίρεση, επιβεβαιώνοντας την υποχρέωση του Ελληνικού ∆ηµοσίου να ανακτήσει τις ενισχύσεις.
Η Επιτροπή εκτιµά ότι η Ελλάδα δεν έλαβε, εντός των προβλεπόµενων προθεσµιών, όλα τα απαραίτητα µέτρα για την εκτέλεση της αποφάσεως της Επιτροπής και ότι δεν την ενηµέρωσε επαρκώς για τα µέτρα που έλαβε κατ’ εφαρµογήν της αποφάσεως αυτής: ως εκ τούτου, αποφάσισε να ασκήσει προσφυγή λόγω παραβάσεως κράτους µέλους ενώπιον του ∆ικαστηρίου.
Με την απόφασή του, το ∆ικαστήριο δέχεται την προσφυγή λόγω παραβάσεως κράτους µέλους που άσκησε η Επιτροπή και διαπιστώνει ότι:
Η Ελλάδα δεν έλαβε, κατά τη λήξη της ταχθείσας από την Επιτροπή προθεσµίας (11 Ιουνίου 2012) , όλα τα απαραίτητα µέτρα για την ανάκτηση των παράνοµων κρατικών ενισχύσεων από τους λήπτες τους. Πράγµατι, οκτώ και πλέον έτη µετά την έκδοση της αποφάσεως της Επιτροπής, οι ελληνικές αρχές δεν την έχουν ακόµη εκτελέσει.
Η Ελλάδα δεν βρισκόταν σε πλήρη αδυναµία ανακτήσεως των ενισχύσεων. Οι διοικητικές ή τεχνικές δυσχέρειες που συνδέονται µε τον µεγάλο αριθµό των δικαιούχων δεν δικαιολογούν την κρίση ότι η ανάκτηση είναι τεχνικώς αδύνατη. Επιπλέον, η Ελλάδα δήλωσε ότι είχε την πρόθεση να νοµοθετήσει προς αντιµετώπιση της εν λόγω διοικητικής δυσχέρειας τον Ιούνιο του 2015, ήτοι τρία έτη µετά τη λήξη της ανωτέρω προθεσµίας.
5.000 ευρώ και άνω
Αντίθεση Επιτροπής σε πλαφόν ποσών
Το Ευρωδικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της Ελλάδας ότι δεν εξέδωσε κοινή υπουργική απόφαση για την ανάκτηση των ποσών που υπερέβαιναν τα 5.000 ευρώ επειδή η Επιτροπή εξέφρασε την αντίθεσή της. Το Δικαστήριο διευκρινίζει ότι η Επιτροπή διατύπωσε επιφυλάξεις σχετικά με οποιοδήποτε αυθαίρετο όριο κάτω από το οποίο δεν θα πραγματοποιούνταν η ανάκτηση. Εντούτοις, η παρατήρηση αυτή δεν εμπόδιζε την Ελλάδα να συνεχίσει την τροποποίηση του νομοθετικού πλαισίου της προς διασφάλιση της εκτελέσεως της αποφάσεως της Επιτροπής.
Όσον αφορά την επίκληση των κοινωνικών αναταραχών που θα προκαλούσε η ανάκτηση των ενισχύσεων, οι ελληνικές αρχές δεν απέδειξαν την ύπαρξη του κινδύνου αντιδράσεως εκ μέρους των γεωργών η οποία θα είχε για τη δημόσια τάξη συνέπειες στις οποίες δεν θα μπορούσαν να αντεπεξέλθουν με τα μέσα που διαθέτουν.
Επιπρόσθετα, κατά την ημερομηνία περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση, η Ελλάδα δεν είχε ακόμη κοινοποιήσει στην Επιτροπή τα έγγραφα που αποδείκνυαν ότι οι λήπτες της ενισχύσεως είχαν κληθεί να την επιστρέψουν. Αφετέρου, δεν τηρούσε την Επιτροπή διαρκώς ενήμερη για την πρόοδο στη λήψη των εθνικών μέτρων ήταν απαραίτητα για την πλήρη ανάκτηση των ενισχύσεων. Πράγματι, αφού η Ελλάδα γνωστοποίησε τον Ιούνιο του 2016 ότι δεν είχε ακόμη λάβει μέτρα για την ανάκτηση, δεν παρέσχε καμία άλλη πληροφορία:
όλα τα ρητά αιτήματα και τα έγγραφα υπενθυμίσεως παρέμειναν αναπάντητα εκ μέρους της Ελλάδας.