«Τα πρόσωπα του κράτους, απόντα τις πρώτες ώρες μετά το σεισμό, τώρα βγάζουν το κεφάλι τους από κάθε γωνιά. Η δουλειά που ξέρουν καλύτερα είναι οι συνεχείς ανακοινώσεις… Οι μηχανισμοί και οι σχέσεις που εμφανίστηκαν εξαιτίας του σεισμού, απέδειξαν ότι η κατάσταση είναι πιο τρομακτική από όσο νομίζαμε… Είναι ξεκάθαρο και τόσο λυπηρό: Η Τουρκία δεν έχει διακυβέρνηση και δυστυχώς ο μηχανισμός αυτός που δεν είναι πλέον εφικτό να διοικηθεί, προκαλεί την απώλεια τόσων ζωών. Εάν ανεχτούμε να μην λεχθούν αυτά που πρέπει τώρα, για να προστατεύσουμε μια δήθεν ενότητα, εάν δηλαδή σιωπήσουμε, τότε θα γίνουμε συνέταιροι στην αιώνια σιωπή τόσων χιλιάδων ανθρώπων». Αυτά έγραφε ο Ομέρ Τσιελίκ στις 23 Αυγούστου 1999 στην εφημερίδα Γιενί Σαφάκ. Το άρθρο του δημοσιεύθηκε έξι μέρες μετά τον καταστροφικό σεισμό στην περιοχή Μαρμαρά, ο οποίος τελικά άφησε πίσω του 18.500 νεκρούς και περίπου 50.000 τραυματίες. Για την ιστορία να αναφερθεί ότι ο Τσιελίκ, σημερινός εκπρόσωπος Τύπου του κυβερνώντος ΑΚΡ, τότε ήταν μέλος της εκσυγχρονιστικής πτέρυγας του πολιτικού Ισλάμ και στενός συνεργάτης του Ερντογάν.
Η ίδια εφημερίδα στο πρωτοσέλιδο της 19ης Αυγούστου 1999, κάτω από τον κεντρικό τίτλο «Η κατάρρευση του κράτους», σχολίαζε επικριτικά την καθυστέρηση στην αντίδραση της τότε κυβέρνησης με τα εξής: «Το κράτος, που είναι ακόμα και όταν δεν πρέπει ο παντοτινά έτοιμος ‘φρουρός και κηδεμόνας’, τώρα δεν μπορεί καν να φτάσει στους ανθρώπους που φωνάζουν για βοήθεια». Ο Ερντογάν, τότε ανερχόμενο αστέρι της τουρκικής πολιτικής, ξεσκέπαζε τα σκάνδαλα και εγκληματικά λάθη της κυβέρνησης στο ζήτημα της οικιστικής πολιτικής και του αστικού μετασχηματισμού λέγοντας ότι στον σεισμό του 1999 «δεν έσπασαν μόνο οι τεκτονικές πλάκες, αλλά χάθηκε παντελώς η ντροπή!».
Ένας φυσικός και πολιτικός σεισμός το 1999
Ο σεισμός του 1999, θεωρείται μέχρι σήμερα μία από τις βασικές αιτίες ανόδου του ΑΚΡ και του Ερντογάν στη διακυβέρνηση της Τουρκίας. Πέραν από τις τραγικές κοινωνικές και οικονομικές της διαστάσεις, η καταστροφή στην περιοχή Μαρμαρά το 1999 προκάλεσε βαθύτατους «πολιτικούς μετασεισμούς». Η ανθρώπινη τραγωδία ήταν αυτή που φανέρωσε ξεκάθαρα και κατανοητά στην κοινωνία τότε, την ολική κατάρρευση του κράτους και του πολιτικού συστήματος. Αυτό που σήμερα με αρκετή δόση ειρωνείας ο Ερντογάν αποκαλεί «παλιά Τουρκία», θάφτηκε μαζί με τις χιλιάδες αθώων ανθρώπων στα συντρίμμια, αποκαλύπτοντας τα δίκτυα της διαφθοράς και την γενικότερη σήψη του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου. Άλλωστε ένα από τα βασικά και ιδιαίτερα πετυχημένα αφηγήματα του τότε νέου Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, ήταν η αποφασιστικότητα του να καταπολεμήσει όλες τις αιτίες της διαφθοράς που οδήγησαν στην μεγιστοποίηση της απώλειας ανθρώπινων ζωών στον σεισμό. Με αυτό τον τρόπο ο σεισμός του 1999 και ιδιαίτερα οι συνέπειες του, πολιτικοποιήθηκαν άμεσα. Έγιναν μέρος της ευρύτερης βάσης πάνω στην οποία λίγα χρόνια μετά πάτησε η γενική αναδιάρθρωση του πολιτικού συστήματος με την επικράτηση του ΑΚΡ.
Σήμερα η κατάσταση είναι «τόσο ίδια, αλλά και τόσο διαφορετική». Η εξουσία, όπως και το 1999, επιδιώκει με μανία να εμποδίσει την αποκάλυψη δικών της ευθυνών και παραλείψεων που συνέβαλαν στον πολλαπλασιασμό της απώλειας ανθρώπινης ζωής. Όμως η σημερινή εξουσία μονοπωλείται από την δύναμη εκείνη που το 1999 ήταν η πιο συγκροτημένη στην αποκάλυψη της απουσίας και αδυναμίας του κράτους. Οι «πρωταγωνιστές της αντιπολίτευσης» του 1999, όπως ο Ερντογάν, ο Τσιελίκ, η εφημερίδα Γιενί Σιαφάκ και τόσοι άλλοι, σήμερα ηγούνται μιας προσπάθειας ιδεολογικής αποπολιτικοποίησης των κοινωνικών συνεπειών της 6ης Φεβρουαρίου 2023.
Η αντιστροφή των όρων το 2023
Στα πλαίσια της προσπάθειας «αποπολιτικοποίησης» των συνεπειών που άφησε πίσω του ο σεισμός της 6ης Φεβρουαρίου, ο Ερντογάν και το επιτελείο του επιδίωξαν να δαιμονοποιήσουν ιδεολογικά, κάθε αναφορά στην πολιτική διαδικασία. Με βασικό στόχο την απόκρυψη της κυβερνητικής ευθύνης σε σχέση με τον αστικό μετασχηματισμό των πόλεων και τον κατασκευαστικό τομέα, ο Ερντογάν προχώρησε σε μια ευρύτερη τάση μετατροπής του πολιτικού λόγου σε «ανάθεμα». Ιδιαίτερα τις πρώτες μέρες μετά τον διπλό σεισμό, η πολιτική ως έννοια και ως πράξη, παρουσιάστηκε περίπου ως «ντροπή». Ως μια μορφή ασέβειας προς τους νεκρούς μιας φυσικής – ίσως και θεόσταλτης – καταστροφής.
Για παράδειγμα τις πρώτες τρεις μέρες μετά τους σεισμούς, η ενημέρωση της κοινής γνώμης γινόταν κυρίως μέσα από τους αξιωματούχους της Προεδρίας Διαχείρισης Κρίσεων και Φυσικών Καταστροφών. Προσπαθούσαν να διαβεβαιώσουν ότι οι ομάδες διάσωσης και η κρατική βοήθεια έφτασε παντού και με αποτελεσματικότητα. Την ίδια στιγμή οι πολιτικοί αξιωματούχοι και ιδιαίτερα ο Ερντογάν ακολούθησαν τη δική τους τακτική στη «διαχείριση κρίσεων». Σε τέτοιες στιγμές, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια, απέφυγαν την καθημερινή έκθεση τους στα ΜΜΕ. Όμως είναι γεγονός ότι το συγκεκριμένο πλαίσιο κατέρρευσε εύκολα κάτω από το βάρος της κοινωνικής οργής και του θανάτου. Η εξουσία εξαναγκάστηκε σε μια άτσαλη αλλαγή στο ιδεολογικό επίπεδο. Επιδόθηκε σε μια άνευ προηγούμενου εκστρατεία παρουσίασης της τραγικότητας της 6ης Φεβρουαρίου ως της «καταστροφής του αιώνα». Ετοιμάστηκαν ενημερωτικά φιλμάκια, δημιουργήθηκαν λογαριασμοί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η φράση «καταστροφή του αιώνα» μετατράπηκε σε ένα είδος πολιτικού λογότυπου, σχεδόν υποχρεωτικού για την περιγραφή του σεισμού.
Η φράση «καταστροφή του αιώνα» θέλει να προσδώσει στο σεισμό «μεγέθη ασύλληπτα» για το ανθρώπινο μυαλό. Θέλει να παρουσιάσει την καταστροφή τόσο μεγάλη που να προκαλεί άμεσα το αίσθημα της αδυναμίας ενώπιον των ακαθόριστων δυνάμεων της φύσης. Ανυπομονεί να δώσει το μήνυμα ότι μπροστά σε ένα «τέτοιο κακό» κανένας δεν μπορεί να κάνει κάτι ουσιαστικό. Λειτουργεί επομένως ως μια ιδεολογική «κουρτίνα» απόκρυψης τόσο των αδυναμιών του κράτους και των θεσμών του να βοηθήσουν τους σεισμόπληκτους πληθυσμούς, όσο και των ευθυνών του μοντέλου ανάπτυξης με επίκεντρο την «εξαλλοσύνη» του κατασκευαστικού τομέα που αποτέλεσε μαζί με τα τραπεζικά δάνεια, βασικό άξονα της πολύχρονης ηγεμονίας Ερντογάν.
Αμεση η αντίδραση του Κιλιτσντάρογλου
Ο πρόεδρος του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ήταν ο πρώτος που βρέθηκε στις σεισμόπληκτες περιοχές. Μερικές μόνο ώρες μετά την καταστροφή δήλωνε: «Απορρίπτω την αντίληψη που βλέπει όσα συμβαίνουν εκτός πολιτικής. Απορρίπτω την ευθυγράμμιση με την εξουσία. Είναι η πολιτική Ερντογάν που μας έφερε σήμερα σε αυτό το σημείο». Η δήλωση του αυτή καταγράφεται ανάμεσα στις πιο άμεσες αντιδράσεις απόκρουσης της προσπάθειας «αποπολιτικοποίησης» της ανθρώπινης τραγωδίας από το μπλοκ εξουσίας. Ο ηγέτης της αντιπολίτευσης ήθελε με αυτό τον τρόπο να αποφορτίσει την πίεση περί «εθνικής ενότητας» και να ενεργοποιήσει περισσότερο τα αντανακλαστικά της κοινωνίας που φαινόταν «μακριά» από όσα συνέβησαν στις 10 πόλεις της Ανατολίας. Αυτή η προσπάθεια ενισχύθηκε και από άλλα σύνολα κυρίως από το χώρο της τουρκικής και κουρδικής Αριστεράς.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην απουσία του κράτους, ένας ωκεανός οργανώσεων εθελοντών από συνδικάτα και κόμματα, ανέλαβε στα αρχικά στάδια το ρόλο βοήθειας και ανακούφισης αυτών που επιβίωσαν. Οι μακροπρόθεσμες πολιτικές συνέπειες αυτού του δυναμισμού που επέδειξε ένα μέρος του κοινωνικού κινήματος στην Τουρκία, παραμένουν ακόμα άγνωστες. Ωστόσο μέσα από την τραγικότητα της κατάστασης, είναι η προαναφερθείσα πρακτική που φαίνεται να λειτουργεί ως η σοβαρότερη αμφισβήτηση του δόγματος «καταστροφή του αιώνα». Ο κυριότερος λόγος βρίσκεται στην πραγματική υλική κατάσταση της περιοχής, η οποία είναι σε ευθεία αντίθεση με το «μεταφυσικό πλαίσιο» που οικοδομεί η εξουσία. Για παράδειγμα σύμφωνα με την στατιστική υπηρεσία της Τουρκίας, στις δέκα πόλεις που πλήγηκαν υπήρχαν πάνω από 3.5 εκατομμύρια οικιών, το 51% των οποίων χτίστηκαν μετά το 2001. Για ολόκληρη την Τουρκία το ποσοστό αυτό είναι 47.4%. Συνεπώς όσο και αν προσπαθεί η κυβέρνηση να δημιουργήσει ένα πέπλο μυστηρίου γύρω από τις ανώτερες δυνάμεις της φύσης, τα στοιχεία οδηγούν προς αντίθετες κατευθύνσεις.
Πέραν όμως από τον ρόλο της συμμαχίας ΑΚΡ – κατασκευαστών – τραπεζών, η ανθρώπινη και κοινωνική απώλεια φαίνεται ότι θα παίξει τον καθοριστικότερο ρόλο στις επικείμενες εκλογές, όποτε και αν τελικά γίνουν. Μέχρι στιγμής υπολογίζεται ότι το κόστος της καταστροφής ανέρχεται στα 80 δις. δολάρια. Από τους σεισμούς επηρεάστηκε καθοριστικά το 15.7% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Μέχρι στιγμής περισσότεροι από 250 χιλιάδες άνθρωποι εκτοπίστηκαν, ενώ κάποιες έρευνες υπολογίζουν ότι οι ανθρώπινες απώλειες θα ξεπεράσουν τις 75 χιλιάδες. Όπως γίνεται κατανοητό, έστω και αν δεν υπάρχει ακόμα ολοκληρωμένη αντίληψη των συνεπειών της 6ης Φεβρουαρίου, πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι το πολιτικό σύστημα της Τουρκίας θα δεχτεί βαθύτερες αλλαγές. Ανεξαρτήτως της αλλαγής ή της συντήρησης πρωταγωνιστικών ονομάτων και πολιτικών κομμάτων, η Τουρκία βρίσκεται σε σταυροδρόμι σημαντικών κοινωνικών μετατοπίσεων.
*Λέκτορας στο Τμήμα Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
Φιλελεύθερος