Τη ριζική αλλαγή της ατμόσφαιρας, αλλά και της οπτικής γωνίας που υπάρχει στην
Ουάσιγκτον έναντι της Τουρκίας, αντικατοπτρίζει η τελευταία έκθεση του
Εβραϊκού Ινστιτούτου Εθνικής Ασφαλείας της Αμερικής (JINSA) με τίτλο «Οχι πια
πολύτιμη; Μια αμερικανική στρατηγική για μια μοναχική Τουρκία» («Precious No
More? A U.S. Strategy for a Lonely Turkey»).
Η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν παρουσιάζεται ως μια δύναμη
αποσταθεροποίησης της ευρύτερης περιοχής της Ανατολικής Μεσογείου και της
Μέσης Ανατολής, που πρέπει είτε να υποχωρήσει από την επιθετικότητά της έναντι
των ΗΠΑ και των περιφερειακών συμμάχων της είτε να πληρώσει ακριβό τίμημα που
θα περιλαμβάνει κυρώσεις και περιθωριοποίηση εντός του ΝΑΤΟ. Γίνεται λόγος για
την ανάγκη να χρησιμοποιηθεί τακτική «καρότου και μαστιγίου», αλλά με σκοπό να
υπάρξουν αποτελέσματα και όχι απλές παραινέσεις. Στην έκθεση γίνεται σαφής
αναφορά στην ανάγκη η Ουάσιγκτον να διαδραματίσει ρόλο συντονιστή, ώστε να
γίνει αντιληπτό σε όλους τους εταίρους πως οι ανησυχίες της Ελλάδας και της
Κυπριακής Δημοκρατίας για την τουρκική επιθετικότητα είναι δικαιολογημένες και
βασισμένες στην πραγματικότητα. Η συγκεκριμένη αποστροφή αποτελεί μια σαφή
αιχμή για τη στάση που κρατούν ορισμένοι Ευρωπαίοι εταίροι έναντι των
ελληνικών και κυπριακών ανησυχιών.
Η έννοια της «πολύτιμης μοναξιάς», που χρησιμοποιείται στον τίτλο της έκθεσης,
προέρχεται από τη φράση που είχε χρησιμοποιήσει το 2013 ο Ιμπραήμ Καλίν, ο
στενότερος σύμβουλος του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, προκειμένου να εξηγήσει την,
αναδυόμενη τότε, εξωτερική πολιτική της Τουρκίας, έπειτα από την κατάρρευση
του δόγματος «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες» του Αχμέτ Νταβούτογλου. Η
πρόσφατη προσπάθεια του Ερντογάν για επανεκκίνηση των σχέσεων με τις ΗΠΑ και
άλλες δυτικές χώρες χαρακτηρίζεται «ανειλικρινής», καθώς υπαγορεύεται από την
πολιτική πίεση που δέχεται στο εσωτερικό και όχι από την ανάγκη ανασχεδιασμού
της εξωτερικής πολιτικής.
Οι συντάκτες της έκθεσης επισημαίνουν ότι η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να
επιδιώξει μια πολιτική που από τη μια θα προχωρεί προς μια νέα συνεργασία με
την Αγκυρα, αλλά από την άλλη θα προστατεύει τις ΗΠΑ από τη μονομερή εξωτερική
πολιτική που ακολουθεί η Αγκυρα. Η επιτυχία μιας τέτοιας πολιτικής, αναφέρουν,
εξαρτάται από δύο στοιχεία: πρώτον, τον συντονισμό ανάμεσα στους διατλαντικούς
και μεσογειακούς εταίρους που έναντι της Τουρκίας έχουν όλοι συμφέροντα που
αλληλοεπικαλύπτονται, αλλά είναι συχνά μη εναρμονισμένα, και με διαφορετική
προτεραιότητα για τον καθένα. Δεύτερον, να δοθεί στην Τουρκία ένα συγκεκριμένο
δίλημμα ώστε να είναι σαφές ότι αν δεν αλλάξει η συμπεριφορά της, θα υπάρξουν
σοβαρές επιπτώσεις.
Οι συντάκτες της έκθεσης συνιστούν προς αυτή την κατεύθυνση μια στρατηγική
αφενός γραφειοκρατική και συναλλακτική, αφετέρου σε συντονισμό με τους
εταίρους, πέραν του Ατλαντικού, και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Οι προτάσεις προς την κυβέρνηση Μπάιντεν είναι οι εξής:
Πρώτον, η σχέση ΗΠΑ – Τουρκίας να μπει στη σωστή διάσταση. Η Τουρκία δεν θα
πρέπει να ενθαρρύνεται ώστε να συνεχίσει να πιστεύει ότι είναι «απαραίτητος»
εταίρος για τις ΗΠΑ. Σε αυτό το πλαίσιο είναι σωστό οι επαφές σε επίπεδο
Μπάιντεν να μειωθούν.
Δεύτερον, η δημιουργία ενός συνασπισμού. Η Ουάσιγκτον να πείσει τους
Ευρωπαίους εταίρους της ότι το ζήτημα των S-400 είναι τεράστιας σημασίας για
το σύνολο του ΝΑΤΟ. Επίσης, πρέπει να συντονίσει την προσπάθεια ανάδειξης των
ελληνικών και κυπριακών ανησυχιών για την τουρκική επιθετικότητα. Προκειμένου
να εξασφαλίσει μια κοινή προσέγγιση, η Ουάσιγκτον πρέπει να είναι
προετοιμασμένη να προσθέσει στην ατζέντα ζητήματα που δεν την αφορούν ευθέως,
όπως η μετανάστευση, που ενδιαφέρει τους Ευρωπαίους.
Τρίτον, να δοθεί ξεκάθαρη επιλογή προς την Τουρκία. Ενας τέτοιος συνασπισμός
θα πρέπει να δώσει στην Τουρκία την ευκαιρία να βελτιώσει τις σχέσεις με όλους
ή να διακινδυνεύσει την αποξένωση όλου του συνασπισμού. Σε αυτό το πλαίσιο θα
πρέπει να δοθούν οι εξής επιλογές: συνεργασία εναντίον της Ρωσίας στη Μαύρη
Θάλασσα και εγκατάλειψη των S-400 από την Τουρκία. Συμπερίληψη σε σχέδια όπως
η μεταφορά φυσικού αερίου από την Ανατολική Μεσόγειο προς την Ευρώπη σε
αντάλλαγμα για τον τερματισμό της επιθετικότητας στη θάλασσα ή την εξομάλυνση
των σχέσεων με το Ισραήλ και αραβικά κράτη με αντιστάθμισμα την εγκατάλειψη
της υποστήριξης των Αδελφών Μουσουλμάνων και ισλαμιστικών κινημάτων. Ως προς
τους S-400, οι συντάκτες επισημαίνουν ότι η ΗΠΑ θα πρέπει «να απορρίψουν τους
αποπροσανατολιστικούς ισχυρισμούς των Τούρκων περί αναλογίας κτήσης S-300 από
τους Ελληνες», καθώς αυτό συνέβη διότι οι πύραυλοι αγοράστηκαν από την Κύπρο,
και, με αίτημα των ΗΠΑ, μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα «αφότου οι Τούρκοι απείλησαν
να τους βομβαρδίσουν προτού ακόμα συναρμολογηθούν».
Τέταρτον, μέτωπο για τη δημοκρατία. Να τεθεί από τις ΗΠΑ η ανησυχία για την
κατάσταση της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Και ο Ερντογάν πρέπει να καταλάβει ότι αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί μόνο με
συμβολικές χειρονομίες. Αν η Τουρκία δεν συμμορφωθεί, να αποκλειστεί από τη
Σύνοδο των Δημοκρατιών.
Πέμπτον, λύση στη Συρία. Η κυβέρνηση Μπάιντεν πρέπει να συμφιλιώσει την
πραγματικότητα της συνεχιζόμενης αμερικανικής υποστήριξης των συριακών
κουρδικών δυνάμεων με τους τουρκικούς φόβους. Πρέπει να κάνει την Αγκυρα να
αντιληφθεί ότι η αμερικανική παρουσία στη βορειοανατολική Συρία είναι τελικά
προς όφελος της Τουρκίας.
Εκτον, σχέδιο για περαιτέρω επιδείνωση των σχέσεων. Με δεδομένη την πιθανότητα
ότι εσωτερικοί και ιδεολογικοί παράγοντες θα ωθήσουν την Τουρκία προς μια
αυξανόμενα επιθετική και ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, τα υπουργεία
Εξωτερικών και Αμυνας, υπό την καθοδήγηση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας,
πρέπει με τρόπο ορατό να δημιουργήσουν εναλλακτικά σχέδια τα οποία θα πρέπει
να περιλαμβάνουν:
• Μετεγκατάσταση των αεροπορικών επιχειρήσεων των ΗΠΑ από τη βάση του
Ιντσιρλίκ σε νέες τοποθεσίες.
• Μηχανισμούς για την περιθωριοποίηση της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ αν παρεκκλίνει από
τα κοινά συμφέροντα της Συμμαχίας.
• Περαιτέρω περιορισμούς στη δυνατότητα της Τουρκίας να αποκτά αμερικανικά
όπλα για τη στρατιωτική ενίσχυσή της.
• Επιβολή περαιτέρω οικονομικών κυρώσεων αν η Τουρκία επιμείνει με τους S-400.
Αναφορά στο μνημόνιο της Αγκυρας με τη Λιβύη
Eνα από τα στοιχεία που χρησιμοποιούν οι συντάκτες της έκθεσης του JINSA για
να υπογραμμίσουν την τουρκική προκλητικότητα είναι το τουρκολιβυκό μνημόνιο.
Οπως επισημαίνουν, στο τέλος του 2019 η Αγκυρα υπέγραψε με την κυβέρνηση της
Τρίπολης μια συμφωνία που «σκόπευε να οριοθετήσει» τις ΑΟΖ των δύο χωρών,
«αγνοώντας πλήρως τις διεκδικήσεις της Ελλάδας στα ίδια ύδατα». Επίσης,
τουρκικά πλωτά γεωτρύπανα έκαναν γεωτρήσεις και έρευνες μονομερώς σε ύδατα
«που από τη διεθνή κοινότητα θεωρούνται ως ύδατα που ανήκουν στην Κύπρο». Η
συγκεκριμένη εξέλιξη έφερε την Τουρκία σε σύγκρουση με χώρες της Ε.Ε.,
ιδιαιτέρως με τη Γαλλία.
Τονίζεται ότι η Τουρκία είναι επιθετική έναντι του Ισραήλ και της Αιγύπτου και
υποστηρίζει ισλαμιστές εξτρεμιστές εναντίον τους, ενώ υπενθυμίζεται ότι το
περασμένο καλοκαίρι ο επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών του Ισραήλ χαρακτήρισε
την Τουρκία «μεγαλύτερη απειλή από το Ιράν».
Επιπλέον, η Τουρκία επιτέθηκε σε Κούρδους στην Τουρκία, στη Συρία και στο Ιράκ
υπό το πρόσχημα της τρομοκρατίας και συγκρούστηκε με τη Σαουδική Αραβία και τα
Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα κυρίως λόγω της στήριξης της Αγκυρας στους Αδελφούς
Μουσουλμάνους. Ως «αμφιλεγόμενη» περιγράφεται η σχέση με τη Μόσχα, καθώς
Τουρκία και Ρωσία υποστηρίζουν διαφορετικές πλευρές στο Ιντλίμπ, στη Λιβύη,
στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ και στην Ουκρανία. Στην έκθεση υπάρχει σαφής αναφορά στη
χρήση των UAV Bayraktar που έχουν χρησιμοποιηθεί στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ και στη
Λιβύη, αλλά και ο σχεδιασμός της «Γαλάζιας Πατρίδας» για ένταξη ακόμα 23
πλοίων στον τουρκικό στόλο (περιλαμβανομένων τεσσάρων φρεγατών) έως το 2023.
Από την έκθεση δεν λείπουν οι αναφορές στην ενίσχυση των δεσμών της Ελλάδας με
το Ισραήλ και τις ΗΠΑ. Μάλιστα, επισημαίνεται ότι «η ταχεία επέκταση των
δεσμών ασφάλειας και άμυνας τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με το Ισραήλ έλαβε χώρα
υπό την ηγεσία του ακροαριστερού κόμματος ΣΥΡΙΖΑ», ενώ η σχέση Ελλάδας-Ισραήλ
βελτιώθηκε μετά την κατάρρευση της συνεργασίας Ισραήλ – Τουρκίας. Η τριμερής
Ελλάδας, Κύπρου και Αιγύπτου επισημαίνεται ως σημαντική, με ιδιαίτερο
επίτευγμα τις ΑΟΖ των πρώτων με την Αίγυπτο. Αναφορά γίνεται, επίσης, στις
στενές σχέσεις Ελλάδας με Σαουδική Αραβία (στρατιωτικές ασκήσεις) και με ΗΑΕ.
Οι συντάκτες της έκθεσης επιχειρούν να περιγράψουν τον τρόπο με τον οποίο η
Αγκυρα πρακτικά απομονώθηκε από τους υπόλοιπους παράγοντες στην περιοχή.
Επισημαίνουν ότι η τουρκική προκλητικότητα έναντι όλων αιτιολογείται ως νόμιμη
αυτοάμυνα και υπογραμμίζουν ότι από το 2016 ο Ερντογάν συνεργάζεται με
υπερεθνικιστές, περιλαμβανομένης της φράξιας των ευρασιανιστών που διάκεινται
θετικά στη Μόσχα. Επιπλέον, η Τουρκία αποτελεί την κύρια βάση για τους
εξόριστους Αδελφούς Μουσουλμάνους από την Αίγυπτο, καθώς φιλοξενούνται
στην Τουρκία 30.000 στελέχη των Αδελφών Μουσουλμάνων της Αιγύπτου. Από την
Τουρκία συνεχίζουν να καλούν σε αντίδραση εναντίον της κυβέρνησης του Αλ Σίσι.
Ως προς την Ανατ. Μεσόγειο, αναφέρεται στην έκθεση ότι η Τουρκία αντί να
πιέζει προς μια κατεύθυνση επίλυσης των μακροχρόνιων διαφορών, έχει καταφύγει
στη διπλωματία των κανονιοφόρων. Το τουρκικό ναυτικό αναπτύχθηκε αρκετές φορές
ώστε να διώξει ερευνητικά πλοία από τα ύδατα που αμφισβητεί, ενώ η Αγκυρα
έστειλε τα δικά της γεωτρύπανα στην κυπριακή ΑΟΖ όχι μόνο για να παρενοχλήσει
τις κυπριακές έρευνες, αλλά και για να εδραιώσει τις δικές της διεκδικήσεις.
Γίνεται αναφορά και στην κλιμάκωση στο Αιγαίο με τη συστηματοποίηση
παραβιάσεων του ελληνικού εναέριου χώρου και χωρικών υδάτων.
Ε.Ε. – Τουρκία
Στην Ε.Ε., Ελλάδα, Κύπρος και Γαλλία περιγράφονται ως οι χώρες που έχουν
ενώσει τις ανησυχίες τους για την Τουρκία. Ιταλία και Ισπανία έχουν αντισταθεί
στη σύγκρουση με την Τουρκία. Η Ισπανία περιγράφεται ως ο πιο ένθερμος
υποστηρικτής της Τουρκίας στην Ε.Ε. Η Γερμανία εξισορροπεί ανάμεσα σε αυτές
τις πλευρές. Τονίζεται ότι η Γερμανία έχει σχεδόν 5 εκατ. κατοίκους τουρκικής
καταγωγής και υπέστη πολιτικές επιπτώσεις μετά τη μεταναστευτική κρίση του
2015, γι’ αυτό και οι Γερμανοί ηγέτες επιδιώκουν συμφωνίες για τη μετανάστευση
με τον Ερντογάν.
Σημειώνεται, τέλος, ότι την τελευταία δεκαετία το χάσμα μεταξύ Αγκυρας και
Ουάσιγκτον διευρύνθηκε, παρά τις καλές προσωπικές σχέσεις του Ερντογάν με τον
Ομπάμα και τον Τραμπ.