«Οι επιπτώσεις της απόφασης για τη ‘Χρυσή Αυγή’ – τα πολιτικά δικαιώματα των καταδικασθέντων», ήταν το θέμα διαδικτυακής δημόσιας συζήτησης, που διοργάνωσε τη Δευτέρα ο Κύκλος Ιδεών. Μια συζήτηση που ήλθε με τη λήξη της πολύχρονης πολύκροτης δίκης, ενώ ο νέος Ποινικός Κώδικας βρέθηκε -όπως και ο τίτλος της συνάντησης υποδηλώνει- στο επίκεντρο της «συνάντησης». Δεδομένου ότι, όπως επεσήμανε εισαγωγικά ο Ευάγγελος Βενιζέλος, τρεις από τους συμμετέχοντες στη συζήτηση, ο Χριστόφορος Αργυρόπουλος, η Ελισάβετ Συμεωνίδου – Καστανίδου και ο Βασίλης Μαρκής είχαν ενεργό συμμετοχή στη σύνταξη του Ποινικού Κώδικα.
Η συζήτηση ξεκίνησε με τον πρώην αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και καθηγητή του Συνταγματικού Δικαίου στο ΑΠΘ Ευάγγελο Βενιζέλο, να υπογραμμίζει με νόημα ότι «περάσαμε μια εποχή φλερτ με τη Χρυσή Αυγή όταν οι ψήφοι δεν είχαν οσμή, και όταν διαμορφώνονταν κοινοβουλευτικοί συσχετισμοί με την ενεργητική ή την παθητική συμπερίληψη των ψήφων της Χρυσής Αυγής».
«Ο αντιρατσιστικός νόμος που ψηφίστηκε το Σεπτέμβριο του 2014 από την κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου ασχολείται με εγκλήματα λόγου, δεν ασχολείται ούτε με εγκληματικές οργανώσεις ούτε με ανθρωποκτονίες» ή ότι μετά και τη δολοφονία Φύσσα που ήταν «το καταλυτικό γεγονός» για όσα εκτυλίχθηκαν στη συνέχεια, «η Χρυσή Αυγή επανεξελέγη στις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015, επανεξελέγη στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, έπαιξε ενδιαμέσως ρόλο στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015 κι έμεινε εκτός Βουλής στις εκλογές του Ιουλίου του 2019» διευκρίνισε ο κ. Βενιζέλος.
Σε μια άλλη αποστροφή του λόγου του, ο Ε. Βενιζέλος ανέφερε, «το γεγονός ότι η εισαγγελέας της έδρας πρότεινε να απαλλαγούν για το αδίκημα της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης και τώρα προτείνει να χορηγηθεί η αναστολή, δείχνει ότι ούτε οι διαδηλώσεις, ούτε οι δηλώσεις πολιτικών προσώπων επηρεάζουν τη δικαστική εξουσία».
Με αφορμή δε, τη μήνυση της Χρυσής Αυγής κατά του ομότιμου καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου του ΕΚΠΑ Νίκου Αλιβιζάτου, που επίσης συμμετείχε στο πάνελ της συζήτησης, ο κ. Βενιζέλος θύμισε ότι η ίδια μήνυση είχε στραφεί και κατά του ιδίου, ετέθη όμως στο αρχείο χωρίς ποτέ να φθάσει στη Βουλή. «Κι έτσι απηλλάγησαν πολλοί από το δίλημμα τι θα πουν».
Στα αμιγώς νομικά ο πρώην υπουργός και πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ δήλωσε σύμφωνος με την κατάργηση της παρεπόμενης ποινής της στέρησης των πολιτικών δικαιωμάτων. «Ορθώς ο ποινικός κώδικας εκσυγχρονίστηκε και προσβάλλουν την επιστήμη του ποινικού δικαίου και πρόσωπα υψηλού κύρους, όσοι ισχυρίζονται ότι ο Ποινικός Κώδικας ήταν ένα τέχνασμα για να διευκολυνθεί η Χρυσή Αυγή. Ήταν προϊόν μακράς επιστημονικής επώασης με μεγάλη ευθύνη», τόνισε ακόμη. Ενώ για το ζήτημα που επί μακρόν απασχόλησε τη συζήτηση, για το αν μπορούν να τεθούν εκλογικά εμπόδια στη Χρυσή Αυγή, ο Ε. Βενιζέλος πήρε θέση λέγοντας: «Ο εκλογικός νόμος μπορεί να προβλέψει περιορισμούς στο εκλογικό δικαίωμα με αμετάκλητη καταδίκη σε κύρια ποινή για ορισμένα εγκλήματα υψηλής απαξίωσης και αυτό συμπαρασύρει και το δικαίωμα του εκλέγεσθαι». Εξάλλου «μια εγκληματική οργάνωση δεν μπορεί να μετονομασθεί σε κόμμα, αλλά μόνο με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Στο ενδιάμεσο διάστημα ο ελληνικός λαός μπορεί να απαντήσει αν θέλει τη Χρυσή Αυγή εντός ή εκτός της Βουλής».
Επ’ αυτού ο Νίκος Αλιβιζάτος διατύπωσε την άποψη ότι, «δεν μπορείς να βάλεις στο ίδιο τσουβάλι ένα κόμμα με ακραίες απόψεις, το οποίο όμως δεν χρησιμοποιεί ως στοιχείο της καθημερινής του δράσης τη βία, αλλά ενδεχομένως οι οπαδοί του σε μια διαδήλωση σπάνε μια βιτρίνα, με ένα κόμμα σαν τη Χρυσή Αυγή, με τα τάγματα εφόδου, τις γνωστές στολές, τον εκφοβισμό του κόσμου κ.ο.κ., όπου είναι σύμφυτο με το κόμμα το στοιχείο της βίας». Για να συμπεράνει, «αν μπορούσαμε να το προσδιορίσουμε σε επίπεδο νόμου, να το κάνουμε, δεν πιστεύω ότι θα τα καταφέρουμε. Πρέπει να εμπιστευθούμε τον Έλληνα δικαστή, εν προκειμένω το 1ο Τμήμα του Αρείου Πάγου».
Από την πλευρά του, ο Χαράλαμπος Ανθόπουλος, καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης στο ΕΑΠ υπογράμμισε ότι «η εκλογική απαγόρευση η οποία είναι πιο ήπιο μέτρο από τη μεγάλη απαγόρευση που σημαίνει διάλυση, κερδίζει έδαφος. Να θεσπίσουμε μια διάταξη στην εκλογική νομοθεσία, σύμφωνα με την οποία δεν θα ανακηρύσσονται εκλογικοί συνδυασμοί, όχι μεμονωμένοι υποψήφιοι. Εδώ δεν έχουμε το σκόπελο της αμετάκλητης καταδικαστικής απόφασης (…) Ένα κόμμα που μετέρχεται βία ή υποκινεί σε αυτήν ή έχει υποψήφιους βουλευτές καταδικασμένους πρωτόδικα μπορεί να απαγορευθεί η κάθοδός του σε εκλογές. Ο νομοθέτης δύναται και υποχρεούται να θεσπίσει εκλογική απαγόρευση».
Ο δικηγόρος Χριστόφορος Αργυρόπουλος, που ήταν και ο πρόεδρος της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής του Ποινικού Κώδικα, στην τελευταία της σύνθεση, υπερασπίστηκε φυσικά τον Κώδικα: «Το δικαίωμα του εκλέγεσθαι δεν προσθέτει κάτι στην αποδοκιμασία του δράστη, ο ποινικός στιγματισμός είναι επαρκής». Αν ο εκλογικός νομοθέτης θέλει να περιφρουρήσει το κύρος της νομοθετικής εξουσίας και να θεωρήσει ότι δεν μπορεί οι δράστες ορισμένων εγκλημάτων να είναι υποψήφιοι στις εκλογές, «δεν χρειάζεται παρεπόμενη ποινή, αλλά να πει, ‘όποιος καταδικάζεται για ανθρωποκτονία από πρόθεση, κλπ, δεν μπορεί να είναι υποψήφιος’».
Ο επόμενος ομιλητής, ο Σπύρος Βλαχόπουλος, καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο ΕΚΠΑ επεσήμανε στο κλείσιμο της δικής του ομιλίας ότι η έκπτωση από τα αξιώματα, που προβλέπει ο νέος Ποιν. Κώδικας, δεν είναι το ισοδύναμο με τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, που προέβλεπε ο προηγούμενος. Και τούτο γιατί «προϋποθέτει ότι κατέχεις ήδη το αξίωμα, επίσης οι πράξεις συνιστούν βαριά παράβαση των καθηκόντων που απορρέουν από το αξίωμα. Απαιτείται μια συντεταγμένη, σοβαρή και με βάση την αρχή της αναλογικότητας αναδιατύπωση της εκλογικής νομοθεσίας ώστε να θεσπιστούν ασυμβίβαστα για το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, όταν έχουμε αμετάκλητη απόφαση».
Παράλληλα με τις αμιγώς νομικές παρατηρήσεις της, η Ελισάβετ Συμεωνίδου-Καστανίδου, καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου και κοσμήτορας της Νομικής Σχολής στο ΑΠΘ, προχώρησε σε ένα «κατηγορώ»: «Η Χρυσή Αυγή», κατήγγειλε, «δρούσε για πολλά χρόνια κατά κυριολεξία ανενόχλητη. Το γεγονός ότι χτυπούσε τους ψαράδες, ότι επιτίθετο στα μέλη του ΠΑΜΕ, ότι σκότωσε τον Πακιστανό, άφηνε τραγικά αδιάφορη την αστυνομία, την εισαγγελία, και δεν πρέπει να τα ξεχνούμε αυτά για να μην επαναληφθούν. Είχαμε καταγγελίες από ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που πίεζαν την κυβέρνηση να αντιδράσει και δεν αντιδρούσε κανείς. Ήταν σαν να μη συνέβαινε τίποτε, σαν να υπήρχε ένα παράλληλο σύμπαν, στο οποίο η Χρυσή Αυγή μπορούσε να δρα ανενόχλητη. Αυτό ήταν το μεγάλο πρόβλημα που διόγκωσε τη δύναμη της Χρυσής Αυγής. Και χρειάστηκε -και δεν θα έπρεπε να χρειαστεί-η δολοφονία Φύσσα ώστε να αρχίσει η ποινική διαδικασία. Δεν είμαι αισιόδοξη για το τι έχει γίνει από κάτω», ανέφερε επίσης θυμίζοντας και τα ρατσιστικά συνθήματα ανδρών του Λιμενικού Σώματος σε παρέλαση. «Αυτό», συμπέρανε, «σημαίνει ότι αποτελεί εμπεδωμένη πεποίθηση σε ένα μέρος της κρατικής μηχανής -δεν ξέρω πόσο μεγάλο είναι- αλλά χρειάζεται να μας απασχολήσει ως Πολιτεία. Δεν ήταν απομονωμένη η Χρυσή Αυγή και ήταν ευθύνη όλων το γεγονός ότι δεν αντιμετωπίσθηκε εγκαίρως. Τα εργαλεία που χρησιμοποιούμε τώρα, υπήρχαν από τότε και δυστυχώς δεν αξιοποιήθηκαν», σημείωσε εμφατικά.
«Η υπόθεση της Χρυσής Αυγής θα μας απασχολεί τουλάχιστον μια πενταετία ακόμη», τόνισε εισαγωγικά, ο Βασίλης Μαρκής, επίτιμος αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, εξηγώντας και το «γιατί»: «Μέχρι να καθαρογραφούν τα πρακτικά -αν είναι σωστή η πληροφόρησή μου ότι ο γραμματέας κρατούσε χειρόγραφα τα πρακτικά, αντιλαμβάνεστε, πρακτικά συνεδριάσεων πέντε ετών-, μέχρι να καθαρογραφεί η απόφαση, να προσδιοριστεί η υπόθεση και να ξαναδικαστεί πάλι από την αρχή…». Επιπλέον, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο θα έχουμε επανάληψη της πρωτόδικης δίκης. Ακόμη και με λυμένα πρακτικά ζητήματα, αυτή η δίκη δεν μπορεί να διαρκέσει λιγότερο από τρία χρόνια, εκτίμησε. Ως εκ τούτου, συνέχισε, «είναι φανερό ότι οι επόμενες εκλογές θα βρουν υποψήφιους καταδικασμένους και εναπόκειται στους πολίτες…».
Στα της δίκης, ο Β. Μαρκής χαρακτήρισε την πρόταση της εισαγγελέως «εσφαλμένη, νομικά κυρίως», επειδή δεν εξατομίκευσε για τους λόγους αναστολής. «Έχω την εντύπωση ότι το δικαστήριο θα διορθώσει τα πράγματα, όπως τα διόρθωσε και στην κρίση επί της ενοχής», χαρακτηρίζοντας μάλιστα «ανακουφιστική» την απόφαση του δικαστηρίου για το ποινικό σύστημα: «ήταν ευτυχής συγκυρία ότι η κρίση του δικαστηρίου συνέπεσε με το κοινό περί δικαίου αίσθημα». Επικριτικός για το πολιτικό σύστημα, «ομονόησε και άντεξε να ομονοεί μία μέρα μόνον, την Τετάρτη, πριν την έκδοση της απόφασης. Από την επομένη, οι κομματικοί ανταγωνισμοί αντιμετώπισαν λαϊκίστικα το ζήτημα. ‘Ανθρωποι που είχαν την ευθύνη για το νέο Ποινικό Κώδικα εμφανιστήκαμε ως να είμαστε όργανα κάποιου χώρου, προκειμένου να βοηθήσουμε τη Χρυσή Αυγή να πέσει στα ‘μαλακά’. Δεν μας αγγίζει αυτό, είχαμε όλοι την αγωνία για ένα σύγχρονο Ποινικό Κώδικα», δήλωσε.
Τέλος, ο δικηγόρος Αντύπας Καρίπογλου παρατήρησε ότι «δεν μπορεί ο εκλογικός νόμος να πει τίποτε περισσότερο, αλλά και τίποτε λιγότερο, από αυτό που λέει το Σύνταγμα», άλλωστε «θα ήταν στην ουσία αντισυνταγματικός ένας τέτοιος νόμος, γιατί θα ερχόταν η νομοθετική εξουσία να υποδείξει στη δικαιοσύνη πώς θα ερμηνεύσει το Σύνταγμα. Είναι εντελώς λάθος προσέγγιση να απαγορευθεί η πολιτική κάθοδος της Χρυσής Αυγής ή ενός διάδοχου σχήματος, και να μην πειράξουμε κάποιους άλλους».
Συμπερασματικά, «θα είναι δίκαιη απόφαση και νίκη της Δημοκρατίας μόνο αν δεν παραβιαστούν τα δικαιώματα των κατηγορουμένων ως το τέλος. Αν ανοίξουμε την πόρτα της απαγόρευσης σήμερα, δεν έχουμε καμία εγγύηση ότι οι ίδιοι θα αποφασίζουμε και αύριο, καμία εγγύηση αν η πόρτα που θα ανοίξουμε, θα επιτρέψει να περάσει μόνο αυτό που θέλουμε και όχι πολλά άλλα πράγματα. Προτιμώ να αποδοκιμασθεί (η Χρυσή Αυγή) σε κάλπες παρά να έχουμε απαγορεύσεις και από κάτω να επωάζεται το αυγό του φιδιού».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ