Πρώτη καταχώρηση: Δευτέρα, 23 Αυγούστου 2021, 15:35
Ο Τομέας Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank εξέδωσε σήμερα την έκθεση Global & Regional Focus Note με τίτλο «Πληθωριστικές πιέσεις: Συνέπειες & Προοπτική». Συγγραφείς της μελέτης είναι οι κ.κ. Τάσος Αναστασάτος, Επικεφαλής Οικονομολόγος του Ομίλου της Eurobank, Παρασκευή Πετροπούλου, Ανώτερη Οικονομολόγος και Όλγα Κοσμά, Ερευνήτρια Οικονομολόγος.
Ο πληθωρισμός αυξάνεται τους τελευταίους μήνες στις περισσότερες ανεπτυγμένες -και σε πολλές αναπτυσσόμενες- οικονομίες. Μεταξύ των πρώτων, το φαινόμενο αφορά περισσότερο τις ΗΠΑ και λιγότερο την Ευρωζώνη, όπου η ασθενέστερη ανάκαμψη και δομικοί παράγοντες συγκρατούν τον πληθωρισμό σε χαμηλότερα συγκριτικά επίπεδα.
Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του Ιουνίου για τις ΗΠΑ, ο πληθωρισμός εκτινάχθηκε σε υψηλό 13 ετών (5,4% ετησίως), ενώ ο δομικός πληθωρισμός αυξήθηκε στο υψηλότερο επίπεδο από τον Σεπτέμβριο του 1991 (4,5% ετησίως). Αυτό οφείλεται κυρίως στις υπηρεσίες μεταφορών και καταλυμάτων λόγω του ανοίγματος της οικονομίας (αεροπορικά εισιτήρια και καταλύματα +24,6% και +15,0%, αντίστοιχα, ετησίως τον Ιούνιο), καθώς και στην αύξηση της ζήτησης για μεταχειρισμένα οχήματα εξαιτίας της παγκόσμιας έλλειψης ημιαγωγών (+45,2% για μεταχειρισμένα αυτοκίνητα και φορτηγά σε ετήσια βάση τον Ιούνιο).
Στην Ευρωζώνη, ο κύριος δείκτης τιμών καταναλωτή ανήλθε τον Ιούλιο στο υψηλότερο επίπεδο από τον Οκτώβριο του 2018 (+2,2% ετησίως), κυρίως λόγω επιδράσεων βάσης στις τιμές ενέργειας και την προσωρινή μείωση του ΦΠΑ στη Γερμανία το δεύτερο εξάμηνο του 2020, ενώ ο δομικός υποχώρησε για πρώτη φορά τους τελευταίους μήνες (+0,7% ετησίως), λόγω προσωρινών παραγόντων.
Ωστόσο, υπάρχουν συγκεκριμένες κατηγορίες αγαθών και περιουσιακών στοιχείων στις οποίες οι πληθωριστικές πιέσεις είναι εντονότερες, με σημαντικές συνέπειες σε οικονομικό και σε πολιτικό επίπεδο, ειδικά για τις λιγότερο αναπτυγμένες οικονομίες αλλά και για τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα στις αναπτυγμένες οικονομίες. Χαρακτηριστικά, οι τιμές των εμπορευμάτων έχουν αυξηθεί από την αρχή της πανδημίας σωρευτικά περίπου 60%.
Ειδικότερα η ενέργεια έχει αυξηθεί κατά 90% μεταξύ Απριλίου 2020 – Αυγούστου 2021 ενώ το πετρέλαιο Brent έχει τριπλασιάσει την τιμή του σε περίπου $ 70/bbl σήμερα από $ 19/bbl στις 21 Απριλίου 2020, το χαμηλότερο επίπεδο σε περισσότερο από δύο δεκαετίες. Τα βιομηχανικά μέταλλα έχουν αυξηθεί κατά 77%, τα αγροτικά προϊόντα και τα σιτηρά κατά 67%. Ομοίως και οι τιμές των κατοικιών αυξάνονται από την έναρξη της πανδημίας, συγκριτικά ταχύτερα σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο (12,6% και 9,0% ετησίως αντίστοιχα), έναντι 5,8% στην Ευρωζώνη.
Οι μεγάλες αυξήσεις που παρατηρήθηκαν στον πληθωρισμό αποδίδονται καταρχάς σε παροδικούς παράγοντες, όπως τις υψηλότερες τιμές ενέργειας, σε προσωρινές ανισορροπίες μεταξύ προσφοράς και ζήτησης κατά το άνοιγμα των οικονομιών μετά από τα παρατεταμένα lockdowns, στην πραγματοποίηση δαπανών που αναβλήθηκαν εν μέσω των lockdowns και στις ανοδικές επιδράσεις της βάσης σύγκρισης που συνδέονται με την προηγούμενη πτώση των τιμών.
Ωστόσο, οι υπολανθάνουσες αιτίες του πληθωρισμού σχετίζονται με τα πρωτοφανούς μεγέθους νομισματικά μέτρα για την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας Covid-19 (συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των επιτοκίων και της επέκτασης του ισολογισμού των κεντρικών τραπεζών, ήτοι την ποσοτική χαλάρωση), τις καθυστερήσεις στην παραγωγή από τη διατάραξη της εφοδιαστικής αλυσίδας και τα δημοσιονομικά μέτρα τόνωσης της ζήτησης. Το κύριο ερώτημα που απασχολεί τόσο τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής όσο και την αγορά είναι εάν αυτές οι υψηλότερες από τις αναμενόμενες αυξήσεις του πληθωρισμού θα αποδειχθούν προσωρινές ή πιο επίμονες. Όλοι οι παραπάνω παράγοντες που ενδεχομένως συμβάλλουν στην αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων έχουν διαφορετικό χρόνο εκδήλωσης.
Οι διαταραχές της προσφοράς πιθανότατα θα χρειαστούν λίγο περισσότερο χρόνο για να αντιμετωπιστούν έως ότου αυξηθεί η παραγωγή για να καλυφθεί η αυξημένη ζήτηση από το άνοιγμα της οικονομίας. Η νομισματική χαλαρότητα, θεωρητικά, είναι ένας παράγοντας που μπορεί να αντιστραφεί πιο γρήγορα καθώς οι κεντρικοί τραπεζίτες μπορούν να μειώσουν την προσφορά χρήματος άμα τη εμφανίσει προειδοποιητικών σημαδιών υπερθέρμανσης και πιέσεων στις βασικές τιμές και τους μισθούς.
Ωστόσο, στο δίλημμα μεταξύ της πιθανά πρόωρης απόσυρσης των μέτρων στήριξης για την πρόληψη του πληθωρισμού και της αναμονής μέχρι να πειστούν ότι η οικονομική ανάκαμψη είναι διατηρήσιμη, οι περισσότερες Κεντρικές Τράπεζες (ΚΤ) έχουν υποδηλώσει ότι θα επιλέξουν το δεύτερο. Επομένως, στις ανεπτυγμένες οικονομίες (και ιδίως στην Ευρωζώνη) βρισκόμαστε ακόμη μακριά από την απόσυρση των διευκολυντικών μέτρων νομισματικής πολιτικής.
Το βασικό σενάριο είναι ότι, στο βαθμό που οι πληθωριστικές πιέσεις οφείλονται κυρίως στις αυξανόμενες τιμές της ενέργειας και σε προσωρινές διαταραχές στην εφοδιαστική αλυσίδα, θα αποδειχθούν παροδικές. Ωστόσο, είναι πλέον αποδεκτό ότι αυτές οι πιέσεις ενδέχεται να διαρκέσουν περισσότερο από ό,τι αναμενόταν νωρίτερα, λόγω ορισμένων περιορισμών στην πλευρά της προσφοράς.
Τέτοιος είναι π.χ. η παγκόσμια έλλειψη ημιαγωγών, ένα πρόβλημα που είναι πιθανό να επιμείνει τουλάχιστον μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους λόγω της πολύπλοκης παραγωγικής αλυσίδας που απαιτεί υψηλές αρχικές επενδύσεις. Ο κίνδυνος είναι υπαρκτός, οι πληθωριστικές πιέσεις να διαρκέσουν αρκετά ώστε να ενσωματωθούν στις πληθωριστικές προσδοκίες και να οδηγήσουν σε ένα πληθωριστικό σπιράλ.
Προς το παρόν κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Το κλειδί για τη διάρκεια των πληθωριστικών πιέσεων είναι η αγορά εργασίας, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να δίνεται ιδιαίτερη προσοχή στα σημάδια αυξανόμενης στενότητας στις αγορές εργασίας (έλλειψη εργατικού δυναμικού, αυξήσεις μισθών) για να εκτιμηθεί εάν πρέπει να επανεξεταστεί η άποψη για τον παροδικό χαρακτήρα της πληθωριστικής έξαρσης.
Η ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων, ενώ εξακολουθεί να είναι μια μακρινή προοπτική, θα αυξήσει το κόστος εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, το οποίο διογκώθηκε σε αρκετές χώρες ως αποτέλεσμα των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης.
Από αυτήν την άποψη, οι χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος θα πρέπει να αξιοποιήσουν στο έπακρο το τρέχον περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων, με εκδόσεις χρέους μακράς διάρκειας και πράξεις κλειδώματος επιτοκίων.