Η κυβέρνηση Μπάιντεν ανησυχεί περισσότερο για την Τουρκία, που είναι και σύμμαχος στο ΝΑΤΟ
Του Μιχάλη Ψύλου
[email protected]
Το αμερικανικό δολάριο αντιπροσώπευε το 59,2% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων,το 2021. Το ευρώ ήταν δεύτερο με μεγάλη διαφορά (20,5%). Πολύ πιο πίσω η λίρα στερλίνα με 4,7% και το κινεζικό γουάν στο 2,6%. Φαίνεται όμως ότι οι δυτικές κυρώσεις στη Ρωσία αποτελούν το έναυσμα για να αλλάξει αυτή η κατάσταση.
Μέχρι σήμερα, το μεγαλύτερο πρόβλημα για τη Ρωσία ήταν ότι το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο εξακολουθούν να τιμολογούνται σε δολάρια (πετροδολάρια) ως επί το πλείστον, παγκοσμίως. Αυτό θέτει σε κίνδυνο κάθε αγοραστή ρωσικών εμπορευμάτων, που φοβάται ότι θα τον επισκεφτούν μέσα στη νύχτα οι αμερικανικές αρχές, με την κατηγορία της παραβίασης των δυτικών κυρώσεων, μετά την εισβολή στην Ουκρανία.
Ξαφνικά όμως -και λόγω των δυτικών κυρώσεων στη Ρωσία-, χώρες όπως η Τουρκία, η Ουγγαρία και η Ινδία αρχίζουν πλέον να μην πληρώνουν τη ρωσική ενέργεια με δολάρια, αλλά με ρούβλια.
Στην Ασία, κι άλλες χώρες επίσης που είναι ενεργειακοί πελάτες της Ρωσίας, προσπαθούν να απομακρυνθούν από το δολάριο: Σύμφωνα με το Reuters, οι ινδικές εταιρείες χρησιμοποιούν ασιατικά νομίσματα για να πληρώσουν για τις εισαγωγές ρωσικού άνθρακα εδώ και αρκετό καιρό, προκειμένου να ελαχιστοποιήσουν τον κίνδυνο παραβίασης των δυτικών κυρώσεων κατά της Μόσχας.
Η Ινδία αύξησε μαζικά τις αγορές της από τη Ρωσία – πιθανώς και επειδή οι εταιρείες ενεργούν ως μεσάζοντες για να πουλήσουν το ρωσικό πετρέλαιο στην Ευρώπη με υψηλό κόστος. αναφέρει ο Guardian.
Σύμφωνα με την Ουκρανική, Kiev Post, η Ιταλία και η Τουρκία κερδίζουν επίσης καλά χρήματα από τη μεταπώληση ρωσικού πετρελαίου στην Ευρώπη.
Η ουκρανική μυστική υπηρεσία κυκλοφόρησε έναν φάκελο σύμφωνα με τον οποίο οι τουρκικές τράπεζες συναλλάσσονται με τη Ρωσία με απόλυτη ελευθερία, αγοράζοντας αγαθά από την ΕΕ και στέλνοντάς τα στη Ρωσία μέσω τρίτων.
Την ίδια ώρα κι άλλοι επιχειρηματικοί εταίροι έχουν αρχίσει να συνάπτουν συμφωνίες με τη Ρωσία για πληρωμή σε άλλα νομίσματα. Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (IEA) ανέφερε μάλιστα ότι οι δυτικές κυρώσεις στη Μόσχα θα έχουν μόνο «περιορισμένες επιπτώσεις» στη ρωσική παραγωγή πετρελαίου.
Ενώ οι παραδόσεις ρωσικού πετρελαίου στις στην ΕΕ, την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα έχουν μειωθεί δραστικά, η Μόσχα αντισταθμίζει τις απώλειες λόγω της αυξημένης ζήτησης από την Τουρκία, την Ινδία και την Κίνα. Για το δεύτερο εξάμηνο του 2022 και για το επόμενο έτος, ο IEA διόρθωσε τις προβλέψεις του προς τα πάνω και τώρα αναμένει αύξηση της ρωσικής παραγωγής πετρελαίου. Αυτό οφείλεται επίσης στο γεγονός ότι οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν αυξηθεί μαζικά και ως εκ τούτου πολλές βιομηχανίες αλλάζουν την ενεργειακή τους υποδομή από το φυσικό αέριο στο πετρέλαιο.
Ανησυχία για την Τουρκία
Η κυβέρνηση Μπάιντεν στην Ουάσιγκτον ανησυχεί περισσότερο για την Τουρκία, που είναι και σύμμαχος στο ΝΑΤΟ. Κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Σότσι, ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συμφώνησε με τον Ρώσο ομόλογό του Βλαντιμίρ Πούτιν ότι η Τουρκία θα μπορούσε στο μέλλον να πληρώνει σε ρούβλια για μέρος του φυσικού αερίου που αγόραζε από τη Ρωσία. Η τουρκική εφημερίδα Milliyet γράφει ότι αυτό θα είναι το πρώτο βήμα προς ένα μέλλον, στο οποίο το διμερές εμπόριο μεταξύ των δύο χωρών θα διεξάγεται εξ ολοκλήρου σε εθνικά νομίσματα.
Το βασικό όφελος για την Τουρκία, ωστόσο, είναι ότι η πληρωμή των εισαγωγών ενέργειας σε ρούβλια περιορίζει τον πληθωρισμό επειδή οι εισαγωγές είναι φθηνότερες από τη χρήση του ισχυρού δολαρίου. Με τον πληθωρισμό στην Τουρκία να πετάει ήδη στο 80% , η κυβέρνηση Ερντογάν θα πρέπει σύντομα να αναχρηματοδοτήσει δάνεια ύψους 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Η αξία της λίρας έναντι του δολαρίου έχει υποχωρήσει σχεδόν 25% από την αρχή του χρόνου. Έτσι, για τον Ερντογάν, η ρωσική «βοήθεια» είναι αναγκαία για τον έλεγχο του πληθωρισμού ενόψει και των επερχόμενων εκλογών.
Το αίτημα του Ερντογάν να δεχθεί και η Μόσχα την τουρκική λίρα απορρίφθηκε πάντως, από τον Πούτιν. Ταυτόχρονα, ωστόσο, οι Ρώσοι ενίσχυσαν τα συναλλαγματικά αποθέματα της Τουρκίας, με τον όμιλο Rosatom να μεταφέρει πέντε δισεκατομμύρια δολάρια στο τουρκικό υποκατάστημά του, σύμφωνα με το Bloomberg. Την ίδια στιγμή, η Άγκυρα συμφώνησε να καταστήσει το ρωσικό σύστημα πληρωμών Mir προσβάσιμο στην Τουρκία.
Ο Ερντογάν είπε ότι πέντε τράπεζες εργάζονται ήδη για την εφαρμογή. Το σύστημα πληρωμών είναι σημαντικό για τους Ρώσους τουρίστες στην Τουρκία, επειδή οι μεγάλες δυτικές εταιρείες πιστωτικών καρτών όπως η Mastercard και η Visa έχουν αποκόψει όλους τους Ρώσους πελάτες από τις υπηρεσίες τους.
Στις Βρυξέλλες επικρατεί νευρικότητα λόγω της ασαφούς κατάστασης. Οι Financial Times επικαλούνται μάλιστα έξι υψηλόβαθμους αξιωματούχους της ΕΕ, σύμφωνα με τους οποίους συζητώντας ήδη, κεκλεισμένων των θυρών, κυρώσεις κατά της Τουρκίας.
Έκπτωση από τη Μόσχα
Ένας από τους λόγους για τους οποίους η Ρωσία διατηρεί τη θέση της στην αγορά πετρελαίου είναι γιατί παρέχει σε ορισμένους από τους πελάτες της μεγάλες εκπτώσεις στις τιμές.
Ο πρωταρχικός στόχος της Ρωσίας ήταν να πιέσει τη Σαουδική Αραβία για συμπόρευση , στο πλαίσιο του ΟΠΕΚ+. Η Ρωσία και η Σαουδική Αραβία παραμένουν σταθερά προσηλωμένες στους στόχους της συμφωνίας ΟΠΕΚ+ για τη διατήρηση της σταθερότητας της αγοράς και την εξισορρόπηση της προσφοράς και της ζήτησης στις παγκόσμιες αγορές πετρελαίου, αναφέρει η ρωσική κυβέρνηση.
Η γερμανική Frankfurter Allgemeine Zeitung γράφει ότι το Ριάντ υπέγραψε συμφωνία στρατιωτικής συνεργασίας με τη Μόσχα και αγοράζει επίσης φθηνό ρωσικό πετρέλαιο για να το χρησιμοποιεί για τις εγχώριες ανάγκες, προκριμένου να διαθέτει το σαουδαραβικό σε υψηλότερες τιμές στην παγκόσμια αγορά. Στη Μόσχα, αυτό σημειώθηκε με χαρά: «Οι Άραβες πετρελαιολάτρες (Neftjaniki) καταστρέφουν τις ΗΠΑ», ήταν ο τίτλος του ρωσικού πρακτορείου Ria Novosti.
Παρέμβαση και της Κίνας
«Σφήνα» στις σχέσεις Σαουδικής Αραβίας-Ηνωμένων Πολιτειών έχει μπει το τελευταίο διάστημα και η Κίνα. Το Πεκίνο καλύπτει ήδη το 25% των αναγκών της κινεζικής οικονομίας σε πετρέλαιο από το Ριάντ. Το τελευταίο διάστημα μάλιστα, το Πεκίνο κατέληξε σε συμφωνία με το Ριάντ για την αγορά με γιουάν μέρους του πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας. Μια κίνηση που θέτει σε κίνδυνο την κυριαρχία του δολαρίου στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου.
Σύμφωνα με πληροφορίες του Guardian, πολύ σύντομα -ίσως και την επόμενη εβδομάδα -θα επισκεφτεί τη Σαουδική Αραβία και ο Κινέζος ηγέτη Σι Τζινπίνγκ. Ο Σι έχει αναβάλει πολλά ραντεβού , αποφεύγοντας τις άμεσες επαφές, ακολουθώντας την κινεζική πολιτική «μηδενικού Covid». Τώρα, καθώς τα μέτρα χαλαρώνουν στην Κίνα, οι επισκέψεις και τα ταξίδια στο εξωτερικό αναμένεται να ξαναρχίσουν. Εάν η Σαουδική Αραβία θα είναι ένα από τα πρώτα από τα πρώτα στάδια, θα επιβεβαίωνε το ενδιαφέρον του Πεκίνου για τη χώρα και την περιοχή της Μέσης Ανατολής.
Η Κίνα ήταν ο κύριος αγοραστής του πετρελαίου της Σαουδικής Αραβίας έως ότου η Ρωσία άρχισε να πουλά αργό πετρέλαιο και συναφή προϊόντα σε χαμηλές τιμές στο Πεκίνο ,για να ξεφύγει από τις δυτικές κυρώσεις Ωστόσο, το Ριάντ θεωρείται από τους Κινέζους ως πολύ αξιόπιστος και κυρίως σημαντικός εταίρος.
Οι οικονομικές δυνατότητες της Σαουδικής Αραβίας είναι πολύ ανώτερες από αυτές της Ρωσίας, και πάνω από όλα το βασίλειο καθοδηγεί τη δυναμική της περιοχής του Κόλπου. Για το Πεκίνο, η εταιρική σχέση με τη Σαουδική Αραβία, και γενικά με τον Κόλπο, επηρεάζει διάφορους τομείς, από την τεχνολογική ανάπτυξη μέχρι την ενέργεια.
Το Πεκίνο προσφέρει άλλωστε ένα διαφορετικό, εν μέρει πιο ελκυστικό μοντέλο -σε σχέση με τις ΗΠΑ-για το Ριάντ. Προς το μπορεί να μην έχει τη δυνατότητα -και ούτε καν το ενδιαφέρον- να προσφέρει το βάθος (ειδικά στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας) της εταιρικής σχέσης που μπορεί να προσφέρει η Ουάσιγκτον. Αλλά μπροστά στον εντεινόμενο γεωπολιτικό και στρατηγικό ανταγωνισμό των δυο υπερδυνάμεων, όλα είναι δυνατά…
Το βιομηχανικό βάθος της Κίνας της δίνει τεράστιο πλεονέκτημα έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών όσον αφορά την προώθηση της τεχνολογίας. Σύμφωνα με τον Τζιν Κάνρογκ, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Renmin, η Κίνα έχει περισσότερες πιθανότητες να ηγηθεί της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης επειδή οι Ηνωμένες Πολιτείες «έχουν ένα μεγάλο πρόβλημα : δεν μπορούν να μετατρέψουν την τεχνολογία σε αποδεκτό προϊόν για την αγορά, χωρίς κινεζικά εργοστάσια».
Ο Κανρογκ υποστηρίζει ότι ο ανώτερος αριθμός Κινέζων μηχανικών, η ικανότητά τους να αποκωδικοποιούν και η κεντρική θέση των κινεζικών εργοστασίων στην παγκόσμια τεχνολογία είναι «το πραγματικό πλεονέκτημα της Κίνας στον μακροπρόθεσμο βιομηχανικό ανταγωνισμό».
Ναυτεμπορική
Σχετικά