Άγιος Γεώργιος εξ Ιωαννίνων, Τι έπαθε ο αγάς που κορόιδεψε τις γυναίκες που πήγαιναν στην αγρυπνία!
(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)
Ήταν παραμονή του μαρτυρίου του Αγίου [του Νεομάρτυρα αγίου Γεωργίου του εξ Ιωαννίνων]. 16 Ιανουαρίου 1862.
Τα χριστιανικά γιαννιώτικα σπίτια είναι σε συναγερμό. Ετοιμάζονται για την αυριανή Θεία Λειτουργία στον τάφο του Αγίου. Κι’ οι γυναίκες έχουν αγοράσει λαμπάδες και κεριά και φόρεσαν τα καλά τους για να παν στην αγρυπνία που γινόταν στον τάφο και στο σπίτι του Αγίου.
Μόνο μερικά παιδιά στις γειτονιές έπαιζαν αμέριμνα τα φιλικά τους παιχνίδια.
Στη συνοικία Ζαβαντιέ (νυν οδός Κομνηνών, από του Γηροκομείου μέχρι τέρματος της οδού) και μπροστά σ’ ένα τουρκόσπιτο (νυν οικία Ν. Λούκα, εμπόρου) στο σκαλί, ήταν καθισμένοι δυο τούρκοι ηλικιωμένοι που κουβέντιαζαν με την τουρκογιαννιώτικη ελληνική γλώσσα.
Εκείνη την ώρα περνούσαν οι γυναίκες με λάδι και κεριά για το σπίτι του Αγίου. Πήγαιναν για την αγρυπνία. Αυτοί περίεργοι σχολίαζαν. Σε λίγο κι’ άλλες γυναίκες, κι’ άλλες.
Ο ένας από τους γέρους ρώτησε τον συνομιλητή του.
– Μαρέ, πού παν αυτές οι ρουμιές [Ρωμιές];
Κι’ ο άλλος σαρκάζοντας και κοροϊδεύοντας την πίστι των γυναικών πρόχειρα ξεστόμισε.
– Να! παν να φλήσουν το βρακί τ’ Γεώργ’, εκείνου, μαρέ τ’ σεϊέζ’ που κρέμασαν.
Και κούνησαν το κεφάλι τους εμπαικτικά.
Τα λόγια τ’ άκουσε ένα απ’ τα Χριστιανόπουλα που έπαιζε εκεί. Ήταν ο πατέρας του Κων. Φωτοπούλου, που μου διηγήθηκε αυτό. Στενοχωρήθηκε.
Άφησε το παιχνίδι κι ήλθε στο σπίτι του. Βρήκε τη μητέρα του εκεί να είναι έτοιμη για την αγρυπνία.
– Ακούς, μάννα, της είπε· ο τάδε αγάς (ανέφερε τ’ όνομά του) είπε αυτό κι’ αυτό για τον Άγιο. Τον κορόιδεψε. Και κορόιδεψε και τις γυναίκες που πήγαιναν στην αγρυπνία.
Η μάννα του τον κύτταξε προσεκτικά και του απήντησε.
– Μη στενοχωριέσαι, παιδί μου. Ας είπαν ό,τι θέλουν. Ο Άγιος να τους το δείξη, είπε στη γιαννιώτικη διάλεκτο. Δηλαδή ας τους τιμωρήση. Είναι δηλ. δουλειά του Αγίου. Ημείς ας κάνωμεν αυτό που πρέπει. Να τον αγαπούμε και να τον σεβώμαστε.
Την άλλη μέρα εορτή του Αγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου, η γειτονιά ξεσηκώθηκε στο πόδι. Από στόμα σε στόμα κυκλοφόρησε το νέο.
Ο Αγάς -αυτός που είπε τα υβριστικά λόγια για τον Άγιο- πιάστηκε στο χέρι και στο πόδι. Λαχτάρησε η καρδιά του. Λαχτάρησαν κι’ οι συγγενείς του, γιατί όλοι τους πίστεψαν ότι ο Άγιος τον τιμώρησε για την ασέβειά του.
Για να τον εξευμενίσουν έστειλαν την παραδουλεύτρα που ήταν Χριστιανή στο σπίτι του Αγίου με πολλά δώρα.
Εκείνη σταυροκοπήθηκε με σεβασμό και είπε:
– Μεγάλε Άγιε μας, σώσε μας.
Μια Χριστιανή που τη γνώριζε τη ρώτησε:
– Πώς τόσα δώρα στον Άγιο;
Κι’ αυτή απήντησε:
– Να, ο Αγάς δεν είναι καλά. Πιάστηκε. Είπε χθες κάτι λόγια για τον Άγιο και σήμερα ξημέρωσε πιασμένος.
Έτσι μαθεύτηκε απ’ όλη τη γειτονιά και την πάλι και τρόμαξαν οι Τούρκοι και παρηγορήθηκαν οι Χριστιανοί και δοξάσθηκε το όνομα του Θεού.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Συμεών Κατσίμπρα, ο «Άγιος των Ιωαννίνων Νεομάρτυς Γεώργιος».